ἀπανεμιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανεμιˬάζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπανεμιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσ. εἶναι ὑπήνεμον: Κάθισε ’δῶ ποῦ ἀπανεμιˬάζει. Συνών. ἀπαγκε͜ιάζω 1, ἀπανεμίζω 1. 2) Προσωπικ. εὑρίσκομαι εἰς ὑπήνεμον μέρος. Συνών. ἀπαγκε͜ιάζω 2 ἀπαγκε͜ιάρω 1, ἀπανεμίζω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/