ἀπανεμίδα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμίδα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπανεμίδα ἡ, (ΙΙ) Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάνεμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδα.

Σημασιολογία

Μέρος μὴ προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὑπήνεμον: Ἐδῶ δὲ μᾶς χτυπᾷ ὁ ἀέρας, εἶναι ἀπανεμίδα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπανεμιˬὰ Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/