ἀσπροπρόσωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροπρόσωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁσπροπρόσωπος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἀσπρουπρόσουπους βόρ. ἰδιώμ. ἀσπουουπόοσουπους Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. πρόσωπο. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων λευκὸν πρόσωπον ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦταν νιˬὰ ᾽ναῖκα ἀσπρουπρόσουπ᾽ Στερελλ. (Αἷτωλ.) ᾽Βγῆκ᾽ ἕνα πιδὶ ἀσπρουπρόσουπου (ἐγεννήθη) αὐτοῦ Πβ. ἀσπρομούτσουνος 1 2) Μεταφ. ὁ ὢν ἢ ὁ ἀναδεικνυόμενος εἰς τὰς ἐνεργείας του ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος, συνήθως μετὰ τῶν ρ. βγαίνω, βγάζω καὶ εἶμαι ἔνθ ἀν.Καταφέρνει νὰ βγαίνῃ ἢ κατάφερε νὰ βγῇ ἀσπροπρόσωπος. Ἐγὼ θέλω νὰ εἶμαι ἀσπροπρόσωπος. Μ᾽ ἔβγαλε ἀσπροπρόσωπο (ἐπιτυχὼν ἐν τῷ ἐπιχειρηθέντι ἔργῳ δὲν ἔγινε παραίτιος ὅπως αἰσχυνθῶ, δὲν μὲ ντρόπιασε) σύνηθ. || Παροιμ. φρ Ὅπο͜ιους καλουπληρώ᾽ βγαί᾽ ἀσπρουπρόσουπους (πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 550 κἑξ.) Θεσσ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Συνων ἀσπροκάτζης 2, ἀσπροκούτελος 2, ἀσπρομούτσουνος 2, ἀντίθ. μαυροπρόσωπος, μουντζουρωμένος (ἰδ. μουντζουρώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/