γουρνούχιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνούχιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρνούχιν τό, Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρσ. τῶν οὐσ. γούρνα καὶ ρινούχιν.
Σημασιολογία
1) Ἡ ὑπὸ τὸν κρουνὸν τῆς στέρνας κειμένη καὶ πρὸς αὐτὴν συνεχομένη γούρνα, φέρουσα πρὸς τὸν πυθμένα ὀπὴν πρὸς ἐκροὴν τοῦ ὕδατος. 2) Ἡ μῆτρα τῶν κεράμων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA