γουρνωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουρνωτὸς ἐπίθ. Ἀστυπ. Λειψ. Λέρ. Μῆλ. Νίσυρ. - Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 217 καὶ Γεωργ. Ρούμελ., 118 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωτός.
Σημασιολογία
Ὁ κοῖλος, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς γούρνας ἔνθ᾽ ἀν.: Γουρνωτὴ πεταλίδα (ἡ πεταλίδα, ἡ ὁποία ἔχει τὸ ὄστρακον κοῖλον, ὡς γούρναν) Ἀστυπ. Τὸ καπάκι τοῦ χαρανιˬοῦ εἶναι γουρνωτὸ Μῆλ. Τὰ νύχιˬα τῶν προβατιˬῶν ἔχουν ἕνα γροντζάκι ἀπὸ κάτω, ἐνῶ τῶν γιδιˬῶν εἶναι γουρνωτὸ Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 217. Λάκκος ἢ λούζα εἶναι τὸ γουρνωτὸ τὸ χωράφι, ποὺ κρατεῖ τὰ βρόχινα νερὰ Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 118. Συνών. γουρνᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA