ἀπάνθρωπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνθρωπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνθρωπα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπάνθρωπος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Βαναύσως, ἀπανθρώπως: Φέρνεται ἀπάνθρωπα ’ς τοὺς ἐργάτες του. Τὸν μεταχειρίζεται ἀπάνθρωπα σὰ δοῦλο του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA