γουρουδιˬάριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουδιˬάριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουρουδιˬάριν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. γουρουδρ᾽ Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούδιν καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάριν ‹ ιˬάρης, διά τήν ὁπ. βλ. Α. Παπαδοπ., Ἱστορ. Γραμμ. Ποντ. διαλέκτ., 144.

Σημασιολογία

Τὸ ἔχον ὄζους, ἐξογκώματα ἔνθ᾽ ἀν.: Γουρουδρ᾽ στουράκ᾽ (= ράβδος ὁζώδης) Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/