ἄσπρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσπρος ἐπίθ. κοιν. καὶ Ποντ (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρωμν Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄσπρους βόρ. ἰδιωμ ἄσπος Θρᾴκ. (Ταϊφίρ.) ἄσπουους Σαμοθρ. ἄσπρο Ἀπουλ. (Καστριν) Καλαβρ. (Μπόβ) Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) ἰˬάσπρος Πελοπν. (Καλάβρυτ) ἄσπιρος Παρ ἄσπρεσσα Πόντ. (Κερασ. Κρωμν Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄσπρεσσα Πόντ. (Χαλδ) ἄσπερ᾽ Τῆν. ἄσπιρ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄσπρος, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. asper. Τὸ ἄσπιρ᾽ κατ᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου μεταξὺ δύο συμφ. Πβ. μαύρη-μαύρ᾽-μαύιρ᾽, λι᾽μνη-λι᾽μ᾽ -λίμι᾽ κττ. Ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ 22.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Λευκὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄσπρος σὰν τὸ γάλα. Ἄσπρη σὰν τὸ χιˬόνι. Ἄσπρο κρασὶ - τυρὶ - ὕφασμα- ψωμὶ κττ. Ἄσπρα δόντια -μαλλιὰ κττ. Ἄσπρο ξύλο. (εἶδος ξύλου χρησιμοποιουμένου εἷς τὴν ἐπιπλοποιίαν. Συνών. ἀσπρόξυλο). Ἄσπρο κερὶ (τὸ ἐκ παραφίνης λευκὸν κηρίον) κοιν. Ἄσπρες μυῖγες (αἰ νιφάδες τῆς χιόνος. Συνων ἀσπρόμυιγες) πολλαχ. Ἄσπρο μέταλλο (μεῖγμα 100 μερῶν κασσιτέρου καὶ 10 μερῶν ἀντιμονίου καὶ χαλκοῦ) Ναύστ. Ἄσπρη γῆ (γῆ λευκῆ Πβ. ἀσπρογῆ) Χίος Ἄσπρο χῶμα (εἶδος λευκῆς γῆς μὲ τὴν ὁποίαν ἀσπρίζουν οἱ ἀγγειοπλάσται ἐξωτερικῶς τὰς χύτρας. Συνών. ἀσπρόχωμα) Σίφν Ἄσπρο ἔλατο (εἶδος ἐλάτης. Συνών ἀσπροέλατο) Λεξ. Βλαστ. Ἄσπρη ἀγκάθα (τὸ ἀσπράγκαθο 4, ὃ ἰδ.) ΘΧελδράιχ 51 Ἄσπρη ἀλεποῦ (τὸ δέρμα λευκῆς ἀλώπεκος) Ἀθῆν. Ἄσπρος ἀετὸς (εἶδος ἀρπακτικοῦ ὀρνέου) ΓΠαρλαπ. Μεταναστ. φυτ. καὶ ζῴων 104. Ἄσπρο Σάββατο (τὸ πρῶτον Σάββατον μετὰ τὸ Πάσχα. Συνών. Ἀσπροσάββατο) Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἄσπρη στράτα ἢ ἄσπρος δρόμος (ὁ Γαλαξίας) Θεσσ. (Βόλ.) Ἄσπρες παγωνιὲς (ὑγρὸς καιρὸς μετ᾽ αἰδρίων νυκτῶν μετὰ τὴν βροχὴν κατὰ τοὺς μῆνας Ἀπρίλιον καὶ Μάιον) ΓΣακελλοπ. Παθήσεις στ᾽ ἀμπέλι 16 Ἄσπρες ἐλα͜ιὲς (αἱ ἄωροι ἐλαῖαι) Μυτιλήν. Ἄσπρα βερίκοκα (εἶδος βερικόκων, τὰ ἄλλως τσαουλιˬὰ) Ἀθῆν. Ἄσπρο κούντουρο (εἶδος σταφυλῆς) Ἴων. (Κρήν) || Φρ. Ἄσπρη νύχτα πέρασα (διῆλθον τὴν νύκτα ἄγρυπνος). Ἄσπρο χαρτὶ μαῦρα γράμματα (ἐπὶ ἄναλφαβἠτων). Αὐτὸς κάνει τὀ ἄσπρο μαῦρο (διαστρέφει τὴν ἀλήθειαν) σύνηθ. Ἄσπρος σὰν τὸ χιˬόνι (ἠθικῶς ἄμεμπτος) πολλαχ. Πάντα μ᾽ ἄσπρο πρόσωπο! (νὰ εὐτυχῇς εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις σου!) Λεξ. Πόππλετ. Τὸ μέτωπό μου εἶναι ἄσπρο (εἶμαι ἠθικῶς ἁγνὸς) ΔΒουτυρ. Μές στοὺς ἀνθρωποφ. 102. || Γνωμ. Ἄσπρος ἥλιˬος μαύρη μέρα (ὅταν ὁ ἥλιος δὲν εἶναι κόκκινος κατὰ τὴν δύσιν, τότε ἡ ἑπομένη ἡμέρα δὲν θὰ εἶναι καλὴ) Πελοπν. (Γέρμ. Μεσσ.) Ἄσπρος ἥλιˬος, μαύρη ζέστη (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κέως Ἄσπρα γρόσιˬα γιˬὰ μαῦρις μέρις (πρέπει νὰ ἐξοικονομῇ τις χρήματα διὰ τὰς δυσκόλους περιστάσεις) Μακεδ. (Βέρ.) Δούλευε ᾽ς τοὶς μαῦρες μέρες γιˬὰ νά ᾽χῃς ᾽ς τοὶς ἄσπρες (ἐργάζου νέος διὰ νὰ ἔχῃς κατὰ τὸ γῆρας) Αἴγιν. Ἄσπρο ἄλογο καὶ νεˬὸν ἀφέντη ποτὲ μὴ δουλἑψῃς (διότι εἰς ἀμφοτέρους εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπαρκέσῃ τις) Ἤπ. || Παροιμ. Ἄσπροι σκύλλοι, μαῦροι σκύλλοι ὅλοι μιˬὰ γενεˬὰ εἶναι (οἱ φύσει συγγενεῖς δὲν διαφέρουν κατὰ τὸν χαρακτῆρα) πολλαχ. Ἔμπα ᾽ς τὰ γυφτόπουλλα καὶ διˬάλεξε τ᾽ ἀσπρύτερα (= συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Ἄσπρος γεννε͜ιέτ᾽ ὁ κόρακας τσαὶ μαῦρος καταντάει (ἐπὶ ἀσταθείας τῆς ἀνθρωπίνης τύχης) Θήρ. κ.ἀ. Εἶδες ἄσπρα πρόβατα; - Μηδ᾽ ἄσπρα μηδὲ μαῦρα (ἐπὶ τῶν ἐπιμελῶς ἀποφευγόντων νὰ ἀναμειγνύωνται εἰς ξένας ὑποθέσεις) Θήρ. (Οἴα) Τ᾽ἄσπρα πρόβατα παντρεύ᾽νι τὰ μαῦρα κούτσουρα (διὰ τῶν χρημάτων ἀποκαθίστανται καὶ αἱ πλέον δύσμορφοι κόραι) Αἴτωλ. || Αἰνίγμ. Ἄσπρο ἄσπρο σὰν ἀβγό, στρουμπουλὸ σὰν τὸ πιπέρι (τὸ μαργαριτάρι) Μεσσ. Ἄσπρου ἄσπρου σὰν τυρὶ κὶ τυρὶ δὲν εἶνι, ᾽ς τὰ λιβάδιˬα πιρπατεῖ κὶ ἀρνὶ δὲν εἶνι (ὁ γλάρος) Λῆμν. Ἄσπρεσσα κοσσοῦ ᾽ς τὴν ἡγῆν φωλζ᾽ (τὸ σκόρδον) Πόντ Ἄσπρος κάμπος μαῦρα βόδια (ὁ γραμμένος χάρτης) κοιν. Ἄσπρος γεννήθηκα καὶ μαῦρος γέρασα (τὸ ξυλοκέρατον) Πελοπν || ᾌσμ. Ἄσπρ᾽ εἶσαι σὺ κιˬ ἄσπρα φορεῖς, ἄσπρ᾽ εἶν᾽ ἡ φορεσά σου κι ἄσπρα λουλούδιˬα πέφτουνε, μικρή μου, ᾽ς τὴν ποδεˬά σου Κρήτ. Σήμερα ᾽ν᾽ ἄσπρος οὐρανός, σήμερα ᾽ν᾽ ἄσπρη μέρα, σήμερα στεφανώνεται ἀεˬτὸς τὴν περιστέρα ἀγν. τόπ. -Ποίημ. Ἀγγελικε͜ιὰ παρηγοριˬὰ ᾽ς τ᾽ ἄσπρα τὰ γερατε͜ιά του ΜΦιλήντ Θρῦλ. 36: Μεταφ. φρ. Ἄσπρη μέρα (ἡμέρα εὐτυχίας) σύνηθ. Ἄσπρον ζῆσ᾽ (ζωὴ εὐτυχὴς) Χαλδ. Ἄσπρα γέλιˬα (τὰ προερχόμενα ἐκ χαρᾶς) Πελοπν. (Δημητσάν.) β) Ἀργυροῦς, ἐπὶ νομισμάτων Κρήτ.: Ἄσπρη μονέδα. Ἄσπροι παράδες (ἀργυρᾶ νομίσματα). Ἀντίθ. μαύρη μονέδα (χαλκᾶ νομίσματα). 2) Ὠχρός, κίτρινος (Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ πρόσωπος ἀτ᾽ ἐέντον ἄσπρον παννίν. Β) Οὐσ. 1) Οὐδ. α) Τὸ λευκὸν χρῶμα κοιν.: Τὸ ἄσπρο λερώνει γρήγορα. Εἶναι ντυμένος ᾽ς τ᾽ ἄσπρα. Φορεῖ ἄσπρα κοιν. Ἐνέλλαξεν κ᾽ ἐφόρεσεν ἄσπρα Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) || Φρ. Τοῦ ᾽ρριξε ᾽ς τ᾽ ἄσπρο ἢ ἄσπρο (ἐψήφισεν ὑπὲρ αὐτοῦ) σύνηθ. Βάλ-λω τὸ μαῦρον ᾽πά ᾽ς τ᾽ ἄσπρον (γράφω) Κύπρ. β) Τὸ λευκὸν μέρος πράγματός τινος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τ᾽ ἄσπρο τ᾽ ἀβγοῦ-τοῦ ματιˬοῦ κττ. σύνηθ. Τ᾽ ᾠβοῦ τ᾽ ἄσπρον. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. λευκὸς Αριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 1,10,4 «ὀφθαλμοῦ τὸ λευκὸν. καὶ 6,2,7 «τοῦ ᾠοῦ τὸ λευκόν». γ) Πρόβατον χωρὶς μαῦρα στίγματα Νάξ. δ) Εῖδος σύκου Κιμωλ Κρήτ. (Σέλιν.) Σίφν. ε) Εἴδος λευκῆς σταφυλῆς Θήρ. ς) Ποικιλία σίτου Μακεδ. (Βέρ.) Συνών. ἀσπροσίταρο 1, ἀσπροσίτι 1, ἀσπρόσιτος. ζ) Ὁ κασσίτερος ἐν τῇ συνθήματ. γλώσσῃ Θρᾴκ. (Ὀρτάκ.) η) Τὸ νεφέλιον τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἀς σὰ πολλὰ κλαίητα ἔρθεν ἄσπρον ᾽ς σ᾽ ὀμμάτ᾽ν ἀτ᾽ Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ ἐν χειρογρ. Ἄθω τοῦ ἔτους 1613 «ὅταν ἔχῃ ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ ἄσπρον». Συνὠν. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδα ιγ. Θ) Τὸ ᾠὸν Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Χίος. Συνών. ἀσπριλάδι 3. ι) Τὸ ὀρυκτὸν λευκόλιθος Μακεδ. (Χαλκιδ.) ια) Μία τῶν τριῶν μορφῶν τοῦ οἰνοπνεύματος Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ιβ) Τὸ ναρκωτικὸν ἡρωίνη ἢ κοκαΐνη ὡς ἔχον λευκὸν χρῶμα Πειρ.: Ἀπὸ τὸ ἄσπρο κατάντησε σ᾽ αὐτὸ τὸ χάλι ιγ) Τὸ ἄλλοτε ἐν χρήσει ἐλάχιστον Τουρκικὸν κερμάτιον ἀποτελοῦν τὸ 1⁄3 τοῦ ἀργυροῦ παρᾶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Φρ. Γνωστὸς σὸν κάλπικο ἄσπρο (ἐπὶ πασιγνώστου ἀνθρώπου). Ἀσπροῦ δουλε͜ιὰ (ἐργασία μικρᾶς ἢ οὐδεμιᾶς ἀξίας). Αὐτὸς ἀσπροῦ δουλε͜ιὰ δὲν κάνει (οὐδόλως ἐργάζεται ἢ ἡ ἐργασία του εἶναι ἄνευ ἀξίας). Ἀσπροῦ ἄνθρωπος (μικρᾶς ἢ οὐδεμιᾶς ἀξίας ἄνθρωπος). Δὲν ἔχω ἀσπροῦ διˬάφορο (δὲν ἔχω οὐδὲν ὄφελος). Ἀσπροῦ ντροπὴ δὲν ἔχει (δὲν ἔχει τὴν ἐλαχίστην αἰδῶ). Τὸν ἔκανα ἀπ᾽ ἀσπροῦ (τὸν καθύβρισα, τὸν ἐξηυτέλισα) πολλαχ. Τοὺν ἔκαμα δυˬὸ ἀσπροῦ ἢ δυˬὸ λεφτὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Κοζ.) Ἐγενήκαμε ἀπὸ ἀσπροῦ (ἐρίσαντες ὑβρίσαμεν ἀλλήλους) Μακρυγ. Ἀπομν 2,141 Ἕναν ἄσπρο καὶ πάλι κρῖμα ᾽ς τ᾽ἄσπρο (ἐπ πραγμάτων ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀξίας) Θήρ. (Οἴα) || Παροιμ. Χίλιˬα λόγιˬα ἕνα ἄσπρο (τὰ πολλὰ λόγια, ὅταν λέγωνται ἀστόχως, δὲν ἔχουν καμμίαν ἀξίαν) πολλαχ.Ὅπο͜ιος δὲν ἀγαπᾷ τ᾽ἄσπρο του, ἄσπρο δὲ λογε͜ιέται (ὁ μὴ ἐκτιμῶν ἀλλὰ σπαταλῶν τὴν περιουσίαν του εἶναι ὡς νὰ μὴ ἔχῃ τοιαύτην) Παρ Ἔχεις ἄσπρα καὶ φλουριˬά, ἔχεις καὶ καλὴ καρδιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Δυˬὸ ἄσπρα δίνει ἥ γρα͜ιὰ νὰ μπῇ, δέκα δίνει νὰ μὴ βγῇ (ἐνν. ἀπὸ τὸν χορόν. ἐπὶ τοῦ ἀποποιουμένου τι κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα δὲ μὴ θέλοντος νὰ τὸ ἀφίσῃ) Αἴγιν. ιδ) Νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς πέντε λεπτὰ Κορσ. ιε) Τὸ ἀργυροῦν Τουρκικὸν νόμισμα μετζιτιὲς ἰσοδυναμοῦν πρὸς εἴκοσι ἀργυρᾶ γρόσια. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Ματζούκ. Χαλδ.) ις) Πληθ. ἄσπρα, χρήματα ἐν γένει κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Ἔχει ἄσπρα (εἶναι πλούσιος) πολλαχ || Παροιμ. φρ. Τοῦρκον εἶδες; ἄσπρα θέλει. Κιˬ ἄλλον εἶδες; κι ἄλλα θέλει πολλαχ. Τ᾽ ἄσπρα ξυπνοῦ dὸν ἀωιˬάτη (ἡ ἐπιθυμία τοῦ κέρδους καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον δραστήριον) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Τ᾽ ἄσπρα κατεβάζουν τ᾽ ἄστρα (ὁ ἔχων χρήματα δύναται τὸ πᾶν) σύνηθ. Ἄσπρα ᾽ς τὸ πουγγί, ψάριˬα ᾽ς τὸ βουνὶ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Τ᾽ ἄσπρα βγαίνουνε τὸ κρέας ἀπὸ τὸ τσικάλι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μάν.) Τ᾽ ἄσπρα λαλοῦν, τ᾽ ἄσπρα μιλοῦν, τ᾽ ἄσπρα ᾽ν᾽ ποῦ κουβεντιˬάζουν (τὰ χρήματα διέπουν πάντα τὰ ἀνθρώπινα) ΙΒενιζέλ. Παροιμ᾽ 61,123 Δὲ μὲ τιμοῦν τὰ ἄσπρα μου ὡς μὲ τιμοῦ τὰ ροῦχα αὐτόθ. 346,2. Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει ἄσπρα ᾽ς τὸ πουγγί, ἄς ἔχῃ μέλι ᾽ς τὸ στόμα (ὁ πτωχὸς πρέπει νὰ εἶναι περιποιητικὸς) Ζάκ. Γιˬὰ τσοὶ μαῦρες μέρες τά ᾽χουν τ᾽ ἄσπρα Κρήτ. Τ᾽ ἄσπρα κάνουν τὸν ἀκριβὸ φτηνό, τὸ γέρο παλληκάρι, κάνουν καὶ τὸν ἀνήξερο νὰ ξέρῃ πᾶσα χάρι αὐτόθ 293,126 || ᾌσμ. Τ᾽ ἄσπρα πουλῆσαν τὸ Χριστὸ, τ᾽ ἄσπρα πουλοῦν καὶ σένα δημῶδ Φωτιˬὰ νὰ πέσῃ ᾽ς τ᾽ ἄσπρα μου, φωτιˬὰ καὶ ᾽ς τὰ καλά μου, τὸν ἄντρα ποῦ μοῦ δώκετε δὲν εἶναι τῆς καρδιˬᾶς μου Ἰων. (Κάτω Παναγ.) 2) Θηλ α) Λευκὴ αἴξ Κρήτ. Κύπρ. β) Εἶδος συκῆς Κρήτ. γ) Τέφρα Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) δ) Τὸ ναρκωτικὸν ἡρωίνη ἢ κοκαΐνη ὡς ἔχον λευκὸν χρῶμα Πειρ. Τὸν πιˬάσανε ποῦ ἀγόραζε ἄσπρη. ε) Γενικ., τῆς ἄσπρης, ἑορτὴ καθ ἣν οἱ χωρικοὶ δὲν ἐργάζονται διὰ νὰ μὴ ἐπέλὓῃ βλάβη εἰς τοὺς ἀγρούς των Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄσπρος Θρᾴκ. Στερελλ. Ἄσπρος Σκίαθ. Ἄσπρο Σκίαθ. Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA