βασιλομονάστηρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλομονάστηρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλομονάστηρον τό, Κύπρ. βασιλομονάστηρο Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ μοναστῆρι.
Σημασιολογία
Βασιλικὸν μοναστήριον, μονὴ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ βασιλέως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA