ἀπανοίγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανοίγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανοίγω ἀμάρτ. Μέσ. ἀπανοίουμαι Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀνοίγω.

Σημασιολογία

Ἐκτείνων τὴν χεῖρα λαμβάνω στάσιν ἐπιθέσεως κατά τινος: Ἀπανοίεται νὰ κρούῃ ἀτον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/