ἀπανόψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανόψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανόψι τό, Θήρ. –Λεξ. Βλαστ. 278 ’πανόψι Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. ὄψι.
Σημασιολογία
Ἡ ἄνω ὄψις, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου ἔνθ’ ἀν.: Ἔφαγες τὸ ’πανόψι Θήρ. Τὸ κατόψι εἶναι πεˬὸ νόστιμο ἀπὸ τὸ ’πανόψι αὐτόθ. Συνών. *ἀπανωάρις 2, ἀντίθ. κατόψι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA