ἀπαντένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαντένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαντένω Πελοπν. (Λακεδ.) Μέσ. ἀπαdένομαι Κέρκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπαντῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀντῶ-ἀντένω, καταντῶ-καταντένω.

Σημασιολογία

1) Συναντῶ Πελοπν. (Λακεδ.): Αἴνιγμ. Χίλιˬοι μύριˬοι κατεβαίνουν | κιˬ ἄλλοι δυˬὸ τοὺς ἀπαντένουν καὶ τοὺς κόβουν τὸ κεφάλι, | τοὺς ἀλλάζουν τ᾿ ὄνομα (ὁ μύλος). Συνών. ἀνταμώνω 5, ἀντένω 1, ἀπαντῶ 1, σμίγω. 2) Μέσ. ἀποκρίνομαι Κέρκ.: Τότες ὁ πατέρας του ἀπαdένεται καὶ λέει (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀπαντῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/