βασιλοπούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλοπούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βασιλοπούλλα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βασιλοπούλ-λα Ἰκαρ. βασ’λοπούλλα Ἤπ. Θρᾴκ. κ.ἀ. βασ’λουπούλλα βόρ. ἰδιώμ. βαιλοπ-πούλλα Χίος (Ὄλυμπ.) βασιˬοπούα Τσακων. βασιλεˬοπούλλα Κρήτ. βασιλεˬοπούλ-λα Κάλυμν. Κάρπ. Κύθηρ. Μύκ. Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. βασιλεοπ’λλὰ Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ τῆς καταλ. -πούλλα.

Σημασιολογία

1) Κόρη βασιλέως κοιν. καὶ Πόντ (Οἰν. Τραπ.) Τσακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βασιλοκόρη. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὤν. Θρᾴκ. ὡς τοπων. Ἀττικ. β) Εὐφημητικῶς, ἡ κόπρος τοῦ ἀνθρώπου Κρήτ. 2) Τὸ πτηνὸν ἀκανθυλλὶς Πελοπν. (Μεσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/