βασιλοπούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλοπούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασιλοπούλλι τό, πολλαχ. καὶ Πόντ. βασ'λουπού’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βασιλεὰς καὶ πουλλί.

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν ἀλκυὼν ἡ κοινὴ (alcedo ispida) τῆς οἱκογενείας τῶν ἁλκυωνιδῶν (alcyonidae) τῆς τάξεως τῶν κεκρακτῶν ( clamatores). ἡ τῶν ἀρχαίων ἀλκυὼν πολλαχ. (Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 447). Συνών. βασιλάκι, βασιλάκικο, βασιλάκις, βασιλάκος, βασίλει, βασιλισκάδι, γιˬαλοπούλλι, θαλασσοπούλλι, θαλασσοχαραχτίδα, σαρδελλοφάγος, τσιμπολόγος, ψαροπούλλι, ψαροφάγος. 2) Βασιλόπουλο ὃ ἰδ., Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/