ἀπάντημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάντημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπάντημα τό, Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσάν.) –Λεξ. Περίδ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπάdημα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀbάdημα Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) ἀπάντ’μα Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Μακεδ. (Ἀνασελ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ. Καλοσκοπ.) ἀπάντεμαν Πόντ. (Ἀργυρόπ.) ἀπάντεμα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀπάdεμα Πελοπν. (Λακων.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπάντημα.

Σημασιολογία

1) Συνάντησις ἔνθ’ ἀν.: Εἶχα ἕνα καλὸ ἀπάντ’μα σήμιρα Καλοσκοπ. || Φρ. Ἔχει καλὸ-κακὸ ἀπάdημα (φέρει τύχην ἢ ἀτυχίαν εἰς τὸν μετ᾿αὐτοῦ συναντώμενον) Κρήτ. || Παροιμ. Καὶ τ’ ἀπάντημα θωριˬὰ | καὶ τὸ ἰδεῖ παρηγοριˬὰ (καὶ ἁπλῆ συνάντησις ἠγαπημένου προσώπου παρηγορεῖ τὸν μὴ δυνάμενον νὰ συναναστρέφηται μετ᾽ αὐτοῦ) Δημητσάν. Συνών. ἀντάμωμα 2, ἀνταμωμός, ἀντάμωσι 2, ἀνταμωσιˬὰ 2, ἀπαντία 1, ἀπαντικό, ἀπάντιˬο 1, συναπάντημα. 2) Ἐπιτήρησις Ἤπ. (Χουλιαρ.) Κρήτ. Μακεδ. (Ἀνασελ.): Τά ’μασαν τὰ χουράφιˬα κὶ δὲ θέλ’ν ἀπάντ’μα τὰ πρόβατα Χουλιαρ. Οὑ δραγάτ’ς τά ᾿καμι καλὸ ἀπάντ’μα τὰ χουράφιˬα φέτου αὐτόθ. Συνών ἀπάντησι 2, ἀπαντία 2. 3) Κακοποιὸν δαιμόνιον. νεράιδα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Συνών. ἀερικὸ 3γ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀπάdημα Ἀντίπαρ. Ἀπάντεμα Κίμωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/