γκιˬόζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬόζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκιˬόζα ἡ, ἐνιαχ. gιˬόζα Σάμ. gιˬό’ τό, Σάμ. (Μαραθόκ. Πύργ. Σπαθαρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. göz=συρτάρι, θήκη.

Σημασιολογία

1) Σανίδες ἐντειχισμέναι παρὰ τὴν ἑστίαν οἰκίας, ἐπὶ τῶν ὁποίων τοποθετοῦνται ποτήρια ἔνθ’ ἀν. 2) Μικρὰ ξυλίνη ἀποθήκη Σάμ. (Πύργ. Σπαθαρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκιˬόζα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Φεν.) Gιˬόζα Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/