ἀπάντησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάντησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπάντησι ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπάdησι πολλαχ. ἀπάdηξι Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀbάdηξι Σῦρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπάντησις.
Σημασιολογία
1) Ἀπόκρισις εἰς ἐπιστολὴν ἢ προφορικὴν ὁμιλίαν, ἀπάντησις κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Δίνω-θέλω-παίρνω-περιμένω ἀπάντησι. || Φρ. Ἀπάντησι πλερωμένη (εὔστοχος) κοιν. || ᾌσμ. Πέbω σου χαιρετίσματα ρόδα καὶ μενεξέδες καὶ περιμέν’ ἀπάdησι σὲ δεκαπέdε μέρες Κρήτ. 2) Ἀπάντημα 2, ὃ ἰδ., Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐπὰ ἔχουνε ἀπάdηξι τὰ ὀζὰ καὶ δὲ gάνουμε ζημιˬὲς Κρήτ. Ἐφέτ’ ἐδὰ ἦτον ἀπάdηξι (ἦτο περιορισμός, δὲν ἐγένοντο ἀγροζημίαι) Ἀπύρανθ. 3) Ἐπικουρία, βοήθεια Σκῦρ.: Στρατιωτικὸ θὰ πάρου τσ’ ἄλλοι νὰ πᾶνε γιˬὰ τὸ δεῖνα μέρος ἀbάdηξι. Συνών. ἀπαντία 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA