γκιˬόνης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬόνης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκιˬόνης ὁ, κοιν. gιˬόνης ’Αντίπαξ. ’Ερεικ. Ζάκ. Ἰθάκ. Κέρκ. Λευκ. Μαθράκ. Μέγαρ. ᾿Οθων. Παξ. γκιˬόνη Τσακων. (Χαβουτσ.) γκιˬό’ς Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (’Αρτοπ. Δωδών. Ζαγόρ. Πλάκ. Τζουμέρκ κ.ἀ.) Θεσσ (Τρίκερ.) Μακεδ. (’Αρέθουσ. ᾽Αρκοχώρ. Ἄσσηρ. Βέρ. Καλλίπ. Μεσολακκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρναν. ᾽Αστακ. Σπάρτ. Φθιῶτ.) gιˬό’ς Ἁλόνν. Σκόπ. τζιˬόνης Πελοπν. (Μάν.) τζιˬό’ς Στερελλ. (᾽Αράχ.) τζόνης Πελοπν. (Πυλ. Ξεχώρ.) κιˬόνης Πελοπν. (Λογγ.) γκιˬόνι τό, Ἤπ. Θεσσ. (Παλαμ. κ.ἀ.) gιˬό’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γιˬόνι ἀγν τόπ. τόπ. κιˬούνι Πελοπν. (Χατζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Αλβαν. gon. Ἰδ. G. Meyer, Neugr, Stud., 2, 65. Πβ. τοῦ αὐτοῦ Alban. Wörterb., 141. Πβ. εἰς ἐγγρ. τοῦ 1687 «τὸ χωράφι εἰς τοῦ Γκιόνη».

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν Σκὼψ ὁ κοινὸς (Otus scops) τῆς οἰκογ. τῶν Γλαυκιδῶν (Strigidae) κοιν.: Ὁ γκιˬόνης μένει ὁλοχρονοῦθε ἐδῶ καὶ τὸ λέει, ἅμα ζεστάνῃ ὁ τόπος Πελοπν. (Κλειτορ.) Εἴχαμαν ἕνα bλάτανο καὶ κάθουνταν ἀπάνου ὁ γκιˬόνης Ἤπ. (Μαργαρ.) ᾿Απόψι ὅ’ τ’ νύχτα ἄκουα τοὺ γκιˬό’ Μακεδ (’Αρκοχώρ.) . . .Ὅdας ἀψιφώνῃ, τὸ πουλλὶ θλιμμένο ’ς τὸ κορὶ γλαρώνει τσ᾽ ὅλη νύχτα κράζει: τζόνη, τζόνη (Ὅdας ἀψιφώνῃ=ὅταν νυχτώνη, κορὶ=κλάδος· ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Φρ. Γί’κις γκιˬό’ς (ἠγρύπνησες καθ᾽ ὅλην τὴν νύκτα) Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Γκιˬό’ς νὰ γέ’ς! (νὰ μείνης ἔρημος καὶ νὰ θρηνῆς διὰ τὴν καταστροφήν σου· ἀρὰ) Ἤπ. || Παροιμ. Πού’ χει γκιˬόνη ’ς τὸ βουνό, | καρτερεῖ νὰ δῇ καλό; (ἐπὶ τοῦ προσδοκῶντος ἀδύνατον βοήθειαν) Αἴγιν. Τὸ κακὸ γυρεύ’ ὁ gιˬόνης, | τὸ κακό του τόνε βρίσκει (ὁ ἐπιδιώκων τὴν ἀδικίαν τιμωρεῖται) Κεφαλλ. Γκιˬόνης δέρνει, γκιˬόνης σκούζει, | γκιˬόνης τρέχει κιˬ ἀγκαλνάει (ἀγκαλνάει=καταγγέλλει) Ι. Βενιζελ. Παροιμ.2, 48, 82 || Γνωμ. Λαλεῖ ὁ γκιιˬόνης γιˬά νερὸ κιˬ ὁ χουρχουλιˬὸς γιˬὰ ξέρη (χουρχουλιˬὸς=βύας, μποῦφος) Πελοπν. (Καστρ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾎσμ. Γιˬὰ δὲς πῶς τά ’φερ’ ὁ καιρός, πῶς τά ’φεραν οἱ χρόνο, νὰ παίζ’ ὁ λύκος μὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ὁ γκιˬόνης μὲ τ’ ἀηˬδόνι || Ποιήμ. Ὁ γκιˬόνης τὸ αἰώνιο παράπονό του ἀρχίζει Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ., 148 Καὶ δὲν ἀκούγονταν ψυχὴ οὔτε ἡ φωνὴ τοῦ γκιόνη Κ. Κρυστάλλ, Καλόγ. Κλεισούρ., 5, 133 Ὡς καὶ τὰ κυπροκούδουνα κ’ οἱ γκιˬόνηδες κιˬ οἱ γρύλλοι ἐμέθυσαν ἀπ’ τὴ χαρὰ τ᾽ ἀποψινοῦ τ᾽ ’Απρίλη Σ. Γρανίτσ. εἰς Ανθολ Η. ᾽Αποστολίδ, 58 Συνών. γκιˬονάκι 1, κλῶσσος, νυχτοπούλλι, χαροπούλλι, χουχουριστής. 2) Μετων., ἄνθρωπος εὐήθης, βλὰξ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.): Τί περιμέ’ς ἀπ’ αὐτὸν τοὺ γκιˬό’! Αἰδηψ. Γκιˬό’ς εἶσι ’λότιλα ! Αἰτωλ. Συνών. βλ. λ. γκιονάκι 2. 3) Τὸ πέος Πελοπν. (Δημητσάν.) Στερελλ. (᾿Αράχ.): Ἔλα νὰ μ’ δῇς τοὺ τζιˬό’ (’Αράχ.) Συνων. ἀγγούρι 1β, καλαμπαλίκι, νταλαβέρι, ψωλή. γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. τ’ ἀβγὰ τοῦ γκιˬόνη, οἱ ὄρχεις Στερελλ. (’Αράχ.) Συνών. ἀγγειὸ 6, ἁμαρτωλὰ (βλ. ἁμαρτωλὸς Β2), ἀμάλαγα (βλ. ἀμάλαχτος 1γ), ἀρχίδια, ἀχαμνὰ (βλ. ἀχαμνὸς), γείτονες, διδύμιˬα, τρυφερὰ (ἰδ.τρυφερός), τρυφερούλιˬα (βλ. τρυφερούλης. Πβ. ἀμελέτητα (βλ. ἀμελέτητος). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθην. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ.ἀ., ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Gιόνης Κεφαλλ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Σ τοῦ Γκιˬόνη Ἤπ. (Φιλιάτ.) Παξ. ’Σ τοῦ Γκιˬό’ Θεσσ. (Πήλ.) ’Σ τοῦ Γκιˬόνη τὴ Ρίζα Πελοπν. (Καρδαρ.) ’Σ τοῦ Γκιˬόνη τὸ Λάζο (=λόχμη) Πελοπν. (Γορτυν.) Τ᾽ Γκιˬό’ τοὺ Πλάι Θεσσ. (Συκαμν.) τοὺ Λιβάδ’ τ᾽ Γκιˬό’ Θεσσ. (’Οξύν) Τοὺ Λ’θάρ’ τ᾿ Γκιˬό’ Ἤπ. (Πράμαντ.) Γιˬό’ Βρύσ’ Εὔβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/