ἀπάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνω ἐπίρρ. ἐπάνω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν.) ἐπάνου Πόντ. (Κερασ.) ἐπάνους Κωνπλ. ἐπάνα Πόντ. (Ὄφ.) ἐπάν’ Καππ. Πόντ. (Ὄφ.) ἀπάνω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ.) ἀπάνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Ζάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μαλακ. Μισθ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ. Λακων. Μεσσ. Οἰν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἀπάνε Πόντ. (Σαράχ.) ἀπάνως Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀράχ.) ἀμπάνω Τῆν. οὐπάνου Ἤπ. Μακεδ. ἀιπάνω Ἰθάκ. Κεφαλλ κ.ἀ. ἀεπάνω Κεφαλλ. ἀπάου Ἀπουλ. ἀχπάνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ταπάνω Μεγίστ. Ρόδ. ταπάνου Κεφαλλ. Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπάν’ Ἀπουλ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Καππ. (Μισθ.) Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. οὐπάν’ Μακεδ. (Κοζ.) ἀχπάν’ Ἤπ. (Ἰωάνν. Κόνιτσ. Λάκκ.) ἀγπάν’ Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) ἀμπάν’ Πόντ. ἀπάμ’ Θρᾴκ. Προπ. (Κύζ.) ἀπάνουνε Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀπάνουτι Λέσβ. ἀπὰ Ἀπουλ. Βιθυν. Θήρ. Ἰθάκ. Ἰκαρ. Κρήτ. Κυδων. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) Μύκ. Νάξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Σουδεν.) Σαμοθρ. Σκῦρ. Σύμ. –Λεξ. Μπριγκ. ’πάνω σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτ.) Καππ. (Φάρασ.) ’πάνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Εὔβ. (Κύμ.) Καππ. (Φάρασ.) Κέρκ. Πελοπν. (Κυνουρ. Λακων. Λεντεκ. Τριφυλ.) –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,387 ’bάνου Καππ. (Φάρασ.) ’πάν’ Ἀπουλ. Εὔβ. ᾽πάμ᾿ Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Τσανδ.) ’πάου Ἀπουλ. ’πὰ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ. Λέσβ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Σκῦρ. Σύμ. Χίος –Λεξ. Μπριγκ. Προστ ’πανοῦτε Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπάνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπάνω. Καὶ ὁ τύπ. ἀπάνου μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1005 (ἔκδ. JLambert) «νὰ βλέπῃ ἀπάνου εἰς οὐρανόν, τὴν χέραν νὰ σηκώνῃ». Ὁ τύπ. ἀπὰ δι᾿ ἀνομ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,405. Ὁ τύπ. ταπάνω ἐκ τῆς ἐνάρθρου συνεκφορᾶς τ᾿ ἀπάνω, ὡς καὶ τανάσκελα, τάνω κττ. Διὰ τὸν ρηματικὸν τύπ. τῆς Κύπρου ’πανοῦτε πβ. τὸ αὐτόθ. ὅμοιον ἄνου–ἀνοῦτε (ἰδ. ἄνω).
Σημασιολογία
Α) Ἐπιρρηματ. 1) Ἐπάνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μαλακ. Μισθ. Σίλατ. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀνέβα-ἔλα-πετάξου-πήγαινε ἀπάνω. Ὁ κύριος δὲν εἶναι ἐπάνω. Τὸ φόρεμα εἶναι πλατὺ ἀπάνω καὶ στενὸ κάτω. Τὸ λᾴδι βγαίνει ἀπάνω ’πάνω (ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας) κοιν. Βγάλ’ τὰ πρόβατα ἀιπάνω Κεφαλλ. Βγῆκε ἀπάνω ὁ βουτηχτὴς (εἰς τὴν ἐπιφάνειαν) αὐτόθ. Σῦρ’ ἀχπάνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Φρ. Δεῖνα ἀπάνω δεῖνα κάτω (ἐπὶ προσώπου πρὸς τὸ ὁποῖον ἐπιδαψιλεύονται ἐξαιρετικαὶ περιποιήσεις οἷον: μπαμπᾶς ἀπάνω μπαμπᾶς κάτω, γιˬαγιˬὰ ἀπάνω γιˬαγιˬὰ κάτω, Γεˬῶργος ἀπάνω Γεˬῶργος κάτω). Πέντε ἀπάνω, πέντε κάτω κττ. (περίπου) Βγαίνει ἀπάν’ ἀπάνω (ἐπὶ τοῦ κατορθοῦντος νὰ παρουσιάζῃ ἑαυτὸν πάντοτε ἀθῷον). Βάζω ἀπάνω τὸ τσουκάλι-τὸ φαεῖ (ἐνν. ’ς τὴ φωτιά, ἀρχίζω νὰ μαγειρεύω) κοιν. ᾽Πάνω χέρι, κάτω χέρι (παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν εἷς τῶν παιζόντων κύπτων τύπτεται ὑπὸ τῶν ἄλλων οἱ ὁποῖοι ἐκτείνοντες τὰς χεῖρας ἄνωθεν τῆς ράχεως αὐτοῦ τὸν ἐρωτοῦν: ’πάνω χέρι, κάτω χέρι, τίνος εἶν᾿ τ᾿ ἀπάνω ’πάνω; Ἐὰν ἔπιτύχῃ ἀντικαθίσταται ὑπὸ τοῦ χάνοντος). Ἕνας ἄντρας-μιˬὰ γυναῖκα-μιˬὰ κωπέλλα μέχρι ἐκεῖ ’πάνω (ἐπὶ ὑψηλοσώμου) σύνηθ. ’Πάνω κόρη, κάτω μαλλιˬὰ (εὐχὴ ὅπως ἡ μὲν κόρη ψηλώσῃ, τὰ δὲ μαλλιὰ μεγαλώσουν. Ἡ εὐχὴ ἐν παραλλαγαῖς κ.ἀ.) πολλαχ. Πάει ἀπάνου ἡ δουλε͜ιὰ (ἀρχίζει ἡ ἐπιχείρησις) Κεφαλλ. Βάνω ἀπάνω (τοποθετῶ σάκκους ἀλεσμένων ἐλαιῶν ἐπὶ τοῦ πιεστηρίου) Κρήτ. ’Πάνω τὸν ἔχει, κάτω τὸν ἔχει, τὸν κατάφερε (κατόπιν πολλῶν διαπραγματεύσεων) Πελοπν. (Μάν.) Μὲ τὰ πολλὰ ’πάνω, μὲ τὰ πολλὰ κάτω τὸν κατάηˬφερε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀπάνω καταπάνω (ἀλλεπαλλήλως, ἀλληλοδιαδόχως) Πελοπν. (Αἴγ. Λάστ.) Τό ’χω ἀπάνω καὶ ξαπάνω νὰ τελε͜ιώσω τὴ δουλε͜ιὰ (τὸ ἀπεφάσισα) Πελοπν. (Μάν.) Ἔπεν ἀπάν’ κρύον νερὸν (ἐπὶ τοῦ κατορθώσαντος νὰ νοσφισθῇ τι) Πόντ. (Τραπ) ’Πάνου! (ἐπιφών. παροκελευσματικὸν πρὸς τὸν ἐκ τῶν ἀροτριώντων δεξιὸν βοῦν διὰ νὰ στραφῇ πρὸς τὰ δεξιὰ) Πελοπν. (Λάκων) || ᾌσμ. Ἐμπερδεύτηκα ᾿ς τὸ βάτο, μήτε ’πάνω μήτε κάτω Κάρπ. Ἀφκὰ φορεῖ τὴν αὐγὴν κιˬ ἀπάνω τήν ἡμέραν, τὸν ἥλöν βάλλει πρόσωπον, τὸν φέγγον ἐπικάρδ (ἀφκὰ=ἀποκάτω, φέγγος=σελήνη, ἐπικάρδ’=ἐπιστήθιον) Πόντ. Συνών. ἄναβα. Καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρ. ὁ ἄνω εὑρισκόμενος κοιν.: Ἡ ἀπάνω γειτονιˬὰ-κάμαρα κττ. Τὸ ἀπάνω ντουλάπι-πάτωμα-συρτάρι κττ. κοιν. || Φρ. Ὁ ἀπάνω κόσμος (ἡ γῆ κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κάτω κόσμο = τὸν ᾍδην) κοιν. Ἡ ἀπάν’ Κυριˬακὴ (ἡ μεθεπομένη) Στερελλ. (Αἰτωλ) Μὶ τὰ ’πάνου σας κὶ μὶ τὰ κάτου σας (μὲ ὅλας σας τὰς ἀνέσεις) Λυκ. (Λιβύσσ.) ’Πάνω σπίτι (ὁ δεύτερος ὄροφος) Τῆλ. ‖ ᾌσμ. Τρία πράματα μ᾽ ἀρέσασιν εἰς τὸν ἀπάνω κόσμο, τὸ κάτεργο ’σὰν πορπατῇ καὶ τ᾿ ἄλουο ’σὰν δρέμῃ, τὰ δυˬὸ ἀερφάτσα τὰ καλὰ ’σὰν εἶν᾿ ἀαπημένα Κάρπ. Ὁ κάτω κόσμος νά ’τονε ὡσὰν καὶ τὸν ἀπάνω, ἤθελε νὰ παρακαλῶ νά ᾽χε γοργοποθάνω Κρήτ. Νὰ τρέξ’ ἡ ’πάνου γειτονιˬά, νὰ δράμ’ ἡ κάτου ρούγα Πελοπν. (Λακων) β) Ὡς προστ., σήκω, ἐγέρθητι Κύπρ.: Ἄνου ’πανοῦτε. Συνών. ἄνω 1β. 2) Ὀρθίως κοιν.: Σήκω-στάσου ἀπάνω. 3) Περισσότερον, πλέον, ἐν συνεκφ. μετὰ τῆς προθ. ἀπὸ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ): Ἀπάνω ἀπὸ πέντε χρόνιˬα-ἀπὸ διˬακόσες δραχμὲς-ἀπὸ δέκα ὀκάδες-ἀπὸ ἑκατὸ δράμιˬα κοιν. Πελεμούσανε ’πάνω ἀπὸ τὴν ὥρα Κῶς || ᾎσμ. ’Σ τά τράντα χρόνους κιˬ ἄλλ᾽ ἀπάν’ ἔρθεν ὁ Κωσταντῖνον Τραπ. 4) Χρονικῶς συνήθως μετὰ τοῦ ποῦ, καθ’ ἣν ὥραν, ἐνῷ κοιν.: Ἀπάνω ποῦ τὰ ’λέγαμε ἦρθε. Ἀπάνω ποῦ θὰ κοιμώμουνα χτύπησ’ ἡ πόρτα κοιν. Ἀπάμ᾿ πὄμαθε νὰ μὴ τρώῃ ψόφησε (ἐνν. τὸ μουλάρι) Προπ. (Κύζ.) || ᾎσμ. ’Πάνου ποῦ ᾽στρώσαν τὸ σοφρᾶ κ’ ἐβάλανε νὰ φάνε, ὀγλήγορα τὸν ζώσανε οἱ σκύλλοι οἱ Λαλαῖοι Πελοπν. (Κυνουρ.) β) Μόλις Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.): Ἀπάν’ τοὺν γλέπου θ᾿μώνου Ἀρτοτ. Ἀπάν’ πῆγα ᾿κεῖ μοῦ εἶπαν νὰ φάου Αἰτωλ. Β) Οὐσ. 1) Εἶδος χοροῦ χορευομένου πρὶν ὁδηγήσουν τὴν νύμφην εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κάρπ. Ρόδ. Σίφν. Χάλκ.: Λυριστή, παῖξε τὸν ἀπάνω Ρόδ. 2) Τὸ σῶμα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): ᾿Ελέρωσεν τ᾿ ἀπάν᾿-ι-μ’ Χαλδ. Τ᾿ ἀπάν’ ἀτ’ μυρίζ’ αὐτόθ. Τ᾽ ἀπάν’-ι-μ᾽ μυρίζ’ θαλασσέαν Τραπ. 3) Ἐνδυμασία Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.): Ἡ γυναῖκα μου σηκῶθε, φόρησε τ᾿ ἀπάνου της καὶ πῆγε δῆβε Ἀμισ. 4) Ὑπόλοιπον Πόντ. (Κοτύωρ): Ἔπαρ’ ἕναν λίρα, δῶσ’ ὀγδόντα γρόα τὴ μάννα σ᾿ καὶ τ᾿ ἀπάν’ τ᾿ ἐσὸν (πᾶρε μίαν λίραν, δῶσε ὀγδοήκοντα γρόσια εἰς τὴν μητέρα σου καὶ τὸ ὑπόλοιπον ἰδικόν σου). Συνών. ρέστα. Γ) Προθετικῶς μετ’ αἰτιατ. μετὰ τῆς προθ. ᾿ς-σὲ ἢ γιˬὰ καὶ ὡς πρόθ. μετὰ γενικ. καὶ σπανίως αἰτιατ. φανερώνει. 1) Τὸ ἐπί τινος κείμενον ἢ τιθέμενον κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν. Τσολλῖν.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τράπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπάνω ’ς τὸ γραφεῖο -’ς τὸ δέντρο -᾿ς τὸ κεφάλι -᾿ς τὸ κρεββάτι -᾿ς τὸ στῆθος -’ς τὴν ταράτσα -᾿ς τὸ τραπέζι -᾿ς τὸ χῶμα κττ. Ἀπάνω μου-σου-του-της. Ἔπεσε ἀπάνω μου λᾴδι-μελάνι-νερὸ-στάχτη κττ. Δὲν ἔχω-δὲν κρατῶ ἀπάνω μου λεφτὰ κοιν. Οἱ λύκοι ἐλάγκεψαν ἀπάν’ ’ς ὠμία τ᾿ς νὰ τρώγ’ν ἀτεν (ἐλάγκεψαν=ὥρμησαν) Πόντ. ’Πάνω ’ς τὸ μνῆμα Μαρτιν. || Φρ. ’Σ τὸ κεφάλι μας ἀπάνω! (πρὸς ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ ἐπίσκεψις πολὺ μᾶς εὐχαριστεῖ). Παίρνω ἀπάνω μου (ἀνακτῶ δυνάμεις σωματικὰς ἢ οἰκονομικάς, οἷον: ὁ ἄρρωστος πῆρε ἀπάνω του, αὐτὸς ὁ ἔμπορας δὲ μπορεῖ νὰ πάρῃ ἀπάνω του κττ.) Τὸ παίρνω ἀπάνω μου (ὑπερηφανεύομαι). Βάζω ἢ πιˬάνω κρέας ἀπάνω μου (γίνομαι εὐτραφής, παχύνομαι). Τά ᾿κανε ἀπάνω του (ἐπὶ τοῦ δειλοῦ. Συνών λ. χέστηκε). Ὁ ἕνας ἀπάνω ’ς τὸν ἄλλο (ἐπὶ συνωστισμοῦ). Μοῦ ἦρθαν τὸ ἕνα ἀπάνω ’ς τ’ ἄλλο (ἀλλεπαλλήλως). Δὲν ἀφίνει τὸ ἕνα ἀπάνω ’ς τ’ ἄλλο (τὰ κάμνει ἄνω κάτω). Τοῦ ᾽δωκε τρεῖς ξυλεˬὲς τὴ μιˬὰ ἀπάνω ’ς τὴν ἄλλη (ἀλληλοδιαδόχως). Κάνω την περιουσία-τὸ σπίτι-τὸ χωράφι ἀπάνω ’ς τὸν δεῖνα (μεταβιβάζω εἰς αὐτὸν τὴν κυριότητα). Παίρνω τὴ δουλε͜ιὰ-τὴν ὑπόθεσι ἀπάνω μου (ἀναλαμβάνω τὴν διεκπεραίῶσιν αὐτῆς). Ἐπεσε ὅλη ἡ δουλε͜ιὰ ἀπάνω μου (μόνος ἀνέλαβον τὴν διεκπεραίωσιν αὐτῆς). Ἡ δουλε͜ιὰ-ἡ περιουσία-τὸ σπίτι εἶν᾿ ἀπάνω ’ς τὸν δεῖνα (ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ). Εἶμαι-πεθαίνω ἀπάνω ’ς τὰ καλά μου (εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας ἢ τῆς εὐημερίας μου). Εἶμαι-βρίσκομαι ἀπάνω ’ς τὰ ἔξοδά μου (εἰς τὴν ἀκμὴν τῶν ἐξόδων μου). Πέφτει ἀπάνω μου (μοῦ γίνεται ἐνοχλητικὸς) κοιν. Ἀπάνω σὲ τί τὸ λές; (τί ὑπαινισσόμενος λέγεις αὐτό;) σύνηθ. Τὸ παίρνω ἀπάνω μου (παρεξηγῶ). Παίρνει ἀπάνω του ὁ καιρὸς (βελτιώνεται). Ἀπάνω ’ς ἄλλες εἶν᾽ οἱ μέρες (ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, ἀλλεπάλληλοι) πολλαχ. Ἀπάνω τ’ ἄλλο θὰ τὸ σπείρω (ἀλλεπαλλήλως, ἄνευ ἀγραναπαύσεως) Μύκ. Παίρνω ἀπάνω μου (ἀγανακτῶ, θυμώνω ἄνευ λόγου) Τῆλ. Εἶχα περ’βόλιˬα ἀπάνω μου (εἶχον ἀναλάβει τὴν ἐπιμέλειαν περιβολίων) Τῆν. Στέκομαι ἀπάνω ᾿ς αὐτὸ τὸ παιδὶ (εἰς αὐτὸ ἔχω στηρίξει τὰς ἐλπίδας μου) Σέριφ. Κακὸ βράδυ-κακε͜ιὰ ἡμέρα ἀπάνω σου! (νὰ διέλθῃς κακὴν νύκτα, κακὴν ἡμέραν! Ἀραὶ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Πὰ ’ς τὰ νύχιˬα τοὺν κά᾽ (ἐνν. τὸν χορόν, ἤτοι χορεύει ἄριστα) Λέσβ. Ἔ’ αἵρισ’ ἀγπάν’ τ’ (εἶναι κακότροπος) Ἤπ. Ἐπάνω γῆς ἐκρίστα (ἐπὶ τῆς γῆς ἐκρίθην, ἐβασανίσθην πολὺ ἐν τῇ ζωῇ) Οἰν. Ἐγένουμουν ἀπάν’ τῆ γῆς (ἔγινα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῶν ἰσχνῶν καὶ ἐξησθενημένων) Κερασ. || Παροιμ. φρ. Χύ’ ᾿πὰ ’ς τ’ φουτιˬὰ λᾴδ’ (ἐξάπτει τὰ πράγματα) Λέσβ. Ἀπὰν’ τῆ γῆς ’κ’ φίν’ τεν νὰ καίῃ ἀτεν ὁ ἥλöν (ἐπὶ κόρης, τὴν ὁποίαν ἡ μήτηρ της περιποιεῖται πολύ. ’κ’ φι’ν’ τεν ἐκ τοῦ ᾽κι᾽ ἀφίνει ἀτεν) Κρώμν. Τραπ. || ᾌσμ. Ἀεˬτὸς ἔχασε πέρδικα, ᾿ς τὰ δάση τη γυρεύει, ἀπὰ σὲ πέτρα ᾽πέταξε, τὸ ριζικό του κλαίει Σκῦρ. Ἀδόνιν ἐκελάδησεν ᾿πὰ ᾿ς τὴν πορτοκαλεˬά σου Κύπρ. Βάρσανα ᾿πὰ ’ς τὰ βάρσανα τσὶ πίκρα ᾿πὰ ’ς τὴν πίκρα Λέσβ. Ἡ μάννα της τὴν καρτερεῖ ’πάνου ᾽ς τὸ σταυροδρόμι Κέρκ. Ὥρα͜ία τὰ μαῦρα ἀμμάτιˬα, τὰ μαῦρα τὰ μαλλιˬά, τὰ μῆλα τ᾽ ἀσημένιˬα ἀπάνου ’ς τὴν καρdιˬὰ Τσολλῖν – Ποίημ. Θὰ σκορπίσουμε τὸ Μάι | ’πάνου ’ς τ’ ἄκακα τὰ στήθη ΔΣολωμ. 185. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 169 (ἔκδ. Wagner σ. 147) «καὶ ὅταν σὲ ταῦτ᾽ εὕρωσιν ποιοῦντα οἱ ἀνθρῶποι, | νὰ ἰδῇς ραβδεˬὲς καὶ ματζουκεˬὲς ἀπάνω ’ς τὰ πλευρά σου». β) Μεταφ. τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τινος, κύριον, διευθυντὴν Καλαβρ. (Μπόβ.) Χηλ. –ΔΒερναρδ. ἐν ἐκδ. Εὐριπ. 2,555: Ἐσοὺ εἶσαι ἀπάνου τοῦ σπιτίου μου Μπόβ. Τὸν ἔβαλαν πρωτόσχολον ἀπάνω ᾿ς τὰ παιδιˬὰ-καπετάνιˬον ’πάνω ᾽ς ὅλη τὴ χώρα-ἀστυνόμον ἀπάνω σὲ τρία χωριˬὰ ΔΒερναρδ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Βασίλισσα ᾽σαι, μάτιˬα μου, ἀπάνου ’ς τὰ κορίτσιˬα κ’ ἐγὼ γιˬὰ σένα χάνομαι, ψυχή μου, Μαριˬορίτσα Χηλ. 2) Τὴν διεύθυνσιν, τὴν κατεύθυνσιν πρὸς μέρος τι ἢ ἐναντίον τινὸς κοιν. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Πάω ἀπάνω ’ς τὸν ἀέρα (ἀντιθέτως πρὸς τὴν διεύθυνσίν του) σύνηθ. Ἡ νοτιˬὰ ἅμα σηκωθῇ, θὰ χτυπᾷ ’πάνω ’ς τὸ βορεˬὰ Σέριφ. Γλέπει ἕνα ἥσκιˬο κ᾿ ἔρχεται ἀπάνου του (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν. Λάμνει, λάμνει, πάει ’πάνου ᾿ς τοὺ πιδι’ν, πιˬάνει βάλλει του ’ς τὴν βάρκαν Λυκ. (Λιβύσσ.) Τό ’φερα ᾿ς τὸ φεγγάρι ἀπάνω τὸ ρολόι (πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῶν ἀκτίνων του διὰ νὰ παρατηρήσω τὴν ὥραν) Σῦρ. Σύρω τιφέγκ’ ἀπάν’ ’ς σὸ πουλλὶν-πέτρας ἀπάν᾽ ᾿ς σὰ παιδία Κερασ. Ἐπῆγεν ὁ δράκων ᾿ς σῆ λιθαρί’ τὴ λαλίαν ἀπάν’ (ἐκ παραμυθ.) Κερασ. Σ᾿κώ’ χέρ᾽ ἀπὰ ᾽ς τοὺ μιγαλύτιρου τ᾽ Λέσβ. Σεῖς ἁμὸν κλέφτη ’πάνου ἔρτζεστε μοτὸ ραβδιˬὰ τζαὶ μαχαῖρε Καππ. || Φρ. Ἀπάνω τους! (ὁρμήσατε κατ’αὐτῶν!) κοιν. ‖ ᾎσμ. Ἀρμάτωσεν καὶ ἔστειλεν ᾽ς ἐμὲν ἀπάν’ φουσσᾶτον Πόντ. – Ποίημ. Ροβόλα ’πάνου ’ς τὰ σκυλλιˬὰ, πελέκα τα ἀποπίσω, κιˬ ἀφοῦ τοὺς ἀναπάψωμε, ἁνταμωμένοι πάμε κιˬ ἀρπάζομε τὸν πύργο τους....... ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 387. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ.5381 (ἔκδ. JSchmitt) «παιδία, συντρόφοι, ἀπάνω τους, μηδὲν τοὺς ἐντραποῦμεν». 3) Τὸ περὶ οὗ γίνεται λόγος σύνηθ.: Λέγαμε ἀπάνω γιˬὰ τοὶς ὄμορφες-τοὶς κάλτσες-τὰ μαλλιˬὰ-τὰ φορέματα κττ. σύνηθ. || ᾌσμ. Μὰ ᾿κεῖ ᾿ς τὸ φὰ καὶ ᾿κεῖ ᾿ς τὸ πιˬεῖ ἀθιβολὴν ἐσύραν ἐπάνω γιˬὰ τοὶς ὄμορφες καὶ γιˬὰ τοὶς μαυρομμάτες Χίος. Κ᾽ ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρταμεν νὰ φάμεν καὶ νὰ πιˬοῦμεν, ἤρταμεν νὰ ρωτήσωμεν ’πάνω ᾿ς παλαι͜οὺς πολέμους Κύπρ. Συναφορὰν ἀν-νοίξασιν ’πάνω ᾿ς τὲς τιμημένες αὐτόθ. 4) Τὴν συμφωνίαν πρός τι Σίφν.: ᾿Ηπηαίνανε ἀπάνω ’ς τὸν ἦχο τοῦ ψάλτη. 5) Τὸ διά τι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Κύπρ. Πόντ. (Χαλδ.): Ἑνάμισυ στρέμμα χωράφι ἀπάνω ’ς τὰ ἄσπρα Ἀθῆν. ’Σ ἕναν παρᾶν ἀπάν’ κρούει δέκα κατακλάντ (κατακλάντ=τοῦμπες) Χαλδ. || ᾌσμ. ’Πὰ ’ς τὴν γυναῖκαν φονικὸν ἔκαμεν ὁ χαμένος Κύπρ. Παινε͜ιέσαι ’πὰ ’ς τὰ κάλλη σου, ’πάνω ’ς τὴν ὀμορφκιˬά σου αὐτόθ. 6) Τὸν χρόνον κατὰ τὸν ὁποῖον γίνεταί τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀπάνω ᾿ς τὸ θυμό μου δὲν ξέρω τί κάνω. Ἀπάνω ᾽ς τὸ δίκα͜ιο μου δὲ φοβᾶμαι κἀνένα (ἀπάνω ’ς τὸ δίκα͜ιο μου=ὅταν ἔχω δίκαιον) κοιν. Τὰ ξόδεψε ’πάνω ᾿ς τὸ γάμο Ἰων. (Κρήν.) Ποτὲ δὲν ἥκαμε παραλυσία ἀπάνω ᾿ς τὸ κρασί του Κίμωλ. Οὐπάν’ ᾿ς ’ν οὑμιλία μας Μακεδ. (Κοζ.) Ἀπάν’ ᾿ς σὰ λόγια ἐγνωρίγαν Κερασ. || Παροιμ. Ἀπάνω ’ς τὴ βράσι κολλᾷ τὸ σίδερο (ἐπιτυγχάνει τις ὅταν ἐπωφεληθῇ τῆς καταλλήλου στιγμῆς) πολλαχ. || ᾎσμ. ’Πάνω ᾽ς τ᾿ ἀρραβωνιˬάσματα ὁ νεˬὸς ἐψυχομάχει Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πουλλολ στ. 4 (ἔκδ. Wagner σ. 179) «ἐφάγασιν καὶ ἔπιασιν εἰς τὴν χαρὰν ἐκείνην, ǀ ἤφεραν καὶ δικάσιμον ἀπάνω εἰς τὸ τραπέζιν». 7) Τὸ τέλος χρονικῆς τινος περιόδου κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): ’Σ τὸ χρόνο-’ς τὰ τρία χρόνιˬα ἀπάνω. Ἀπάνω ᾿ς τὸ μῆνα. Ἀπάνω ᾽ς τοις σαράντα μέρες κοιν. Πέθαν’ ἡ ’ναῖκα τ᾿ κιˬ ἀπάν’ τοὺ χρόνου παντρεύκι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Σ σὰ σεράντα ἡμέρας ἀπάν’ ἐπῆγαν ὅλ’ ἐντάμαν νὰ τρώγ’νε τὸ μέλ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Πόντ. Τὰ ποτήριˬα τοῦ νεροῦ τὰ ξαναγιˬομίζαν ἀπάνω ’ς τ’ ἀποπιˬώματα οἱ γυναῖκες μὲ τοὶς κανάτες Γ’ Αθάν. Πράσιν. καπέλλ. 25. 8) Χρονικόν τι σημεῖον κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀπάνω ᾿ς τὸ βράδυ-’ς τὰ μεσάνυχτα-’ς τὸ μεσημέρι-᾿ς τὸ φαεῖ-’ς τὴν ὥρα κττ. Οἱ ἐλαι͜ὲς-λεμονεˬὲς-πορτοκαλεˬὲς εἶν᾿ ἀπάνω ’ς τὸν ἀνθό τους κοιν. Ἀπάν᾿ τοὺ γιˬόμα μᾶς ἔρχιτι Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Ἀπάνω ’ς τὸν καιρό της (ἐπὶ γυναικὸς ἐπιτόκου) Λεξ. Βλαστ. 392 Ἦρχε ἀπάνω ᾿ς τὸ gαρπό του τὸ δέdρο (ἤρχισε νὰ καρποφορῇ) Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA