ἀπανωάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπανωάρις ὁ, ἀπανάρις Ἄνδρ. ’πανωάρις Σύμ. ἀπαναρέα ἡ, Κύθηρ. ἀπαναρεˬὰ Θήρ. Κεφαλλ. Κέως Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Φιλότ.) Σίκιν. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. Χίος –Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 278 Πρω. Δημητρ. ’παναρέα Κύθηρ. ’παναρία Ζάκ. ’παναρεˬὰ Ἴος Κίμωλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. άρις.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄνω πέτρα τοῦ μύλου Ἄνδρ. Θήρ. Κέως Κίμωλ. Κύθηρ. Μύκ. Νάξ. (Φιλότ.) Σέριφ. Σίκιν. Σύμ. Σῦρ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀπανάρι 1. 2) Τὸ ἄνω μέρος, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἄρτου Ζάκ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Σίφν. –Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 278 Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀπανόψι, ἀντίθ. κατόψι. 3) Τὸ ἄνω μέρος τοῦ τριμεροῦς ξυλαρίου διὰ τοῦ ὁποίου στήνεται ἡ ἐκ πλακῶν παγὶς τῶν πτηνῶν Τῆν. 4) Τὸ ἄνω μέρος τοῦ σάκκου τῆς ἁλιευτικῆς τράτας Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA