γκιˬόσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬόσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκιˬόσα ἡ, σύνηθ. γιˬόσα Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. (’Ιωάνν.) Θεσσ. Μύκ. Πελοπν. (Βραχν. Λακεδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Αλβαν. gjosea. Κατὰ G. Meyer, Neugr. Stud., 2, 65, ἡ λ. ἐν τῇ ’Αλβαν. σημαίνει ψητὸν αἴγειον κρέας καὶ προέρχεται ἐκ τῆς Σερβ. kosje.

Σημασιολογία

1) Αἴξ μεγάλης ἡλικίας πολλαχ.: ᾿Εφάγαμε γκιˬόσα βραστὴ μὲ φλουσκούνι, νὰ γλείφῃς τά δάχτυλά σου Πελοπν. (Δάρα ᾽Αρκαδ.) Ἔσφαξα μιˬὰ γκιˬόσα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Αὐτὴ ἡ γκιˬόσα δὲ θὰ βράσ’ οὔτι αὔριˬου Ἤπ. || Παροιμ. Κάλλιˬα gιˬόσα καὶ κρασὶ παρὰ κίνα καὶ ρεβέdι (ἡ πτωχεία συνοδευομένη ὑπὸ καλῆς ὑγείας εἶναι προτιμοτέρα τοῦ μετὰ κακῆς ὑγείας πλούτου) Πελοπν. || ᾎσμ. Παίρνουν φαΐ μιˬὰ σ᾿κωταριˬά, γιˬόσα μιˬὰ παλιˬογίδα, ὅρκο σᾶς κάνω ’ς τὸ Θεό, χειρότερη δὲν εἶδα Ἤπ. Συνών. γερόγιδα, γεροντόγιδα. β) Ψητὸν αἴγειον κρέας (ἐξ αἰγὸς μεγάλης ἡλικίας) Ἤπ. Πελοπν. (Βραχν. Μεσσην.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) 2) Ὑβριστικῶς γυνὴ δυσειδὴς μεγάλης ἡλικίας καὶ ἁμαρτωλοῦ πολλάκις παρελθόντος σύνηθ.: Βρὲ τὴ γκιˬόσα ποὺ βγῆκε γιˬὰ γαμπρό! Παντρεύτηκε τὴ γκιˬόσα καὶ λάδωσε τ᾽ ἀντερὰ του σύνηθ. Δὲν τηρᾷς ποὺ στολίστηκε ἡ γκιˬόσα, γιˬὰ νὰ πάῃ ’ς τὸ πανηγύρι ! Πελοπν. (Δάρα ’Αρκαδ.) Συνών κατσικόγρια, τραγόγρια. 3) Ἡ αἴξ ἀδιακρίτως ἡλικίας ἐνιαχ. Συνών. γίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/