ἀπανωαύλακα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωαύλακα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπανωαύλακα ἐπίρρ. ’πανώβλακα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. αὐλάκι.

Σημασιολογία

Παραπάνω ἀπὸ τὴν αὔλακα ἔνθ’ ἀν.: Ἔχουν τοὺν κῆπουν ’πανώβλακα Ζαγόρ. Στέκουμ’ναν ’πανώβλακα κὶ τήραγα τοὺν κατήφουρουν. Ἀντίθ. *κατωαύλακα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/