ἀσπροσιδερωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροσιδερωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπροσιδερωμένος ἐπίθ. (Νουμᾶς 10, 22).
Ετυμολογία
Ἐκ. τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ σιδερωμένος μετοχ. τοῦ ρ. σιδερώνω.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ πλύσεως λευκανθεὶς καὶ ἔπειτα σιδερωθείς, ἐπὶ ἐνδυμάτων ἢ ὑφασμάτων: Ἀσπροσιδερωμένη κεντητὴ πετσέττα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA