γκιˬοσούλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬοσούλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκιˬοσούλης ἐπίθ. Ἤπ.(Μαργαρ. κ.ἀ.) γκεσούλης Ἤπ. (Αὐλότοπ. Θεσπρωτ. Κωστάν.) -Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης 6, 40, 190 Διαγων., 35 γκισού’ς Ἤπ. (Δωδών. Κούρεντ. Μελιγγ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Συκαμν. Κρυόβρ.) Μακεδ. (Βόιον Δεσκάτ. Καστορ. Κοζ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γκισούλτ’ς Μακεδ. (Γρεβεν.) Ἤπ. gισού’ς Ἤπ. (Δωδων. ’Ιωάνν.) γκιˬουσού’ς Ἤπ. (’Αρτοπ.) Μακεδ. (Νάουσ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Θηλ. γκισούλου Ἤπ. (Κούρεντ. κ.ἀ.) Οὐδ. γκισού’ (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) γκεσούλικο Ἤπ. (Μαργαρ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. γκιˬόσος διὰ τῆς καταλ -ούλης.

Σημασιολογία

Ἐπὶ κυνὸς, μελανόθριξ μὲ στῆθος καὶ κοιλίαν λευκοῦ ἤ φαιοῦ χρώματος ἔνθ’ ἀν. β) Ὄνομα κυνὸς ἔχοντος τὸ ἀναφερθὲν χρῶμα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔτρεχε ὁ Γκεσούλης κιˬ ἄγλειφε τὰ γαλοτύριˬα Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Ὁ Γκισούλ’ς φ’λά᾿ τὰ πρόβατα καλύτερα κιˬ ἀποὺ ἄνθρουπου Θεσσ. (Συκαμν.) Τ’ ὄνομα τοῦ Γκεσούλη ἔχουν ὅλα τὰ σκυλλιˬὰ πού ᾽ναι ’ς τὸ κορμὶ μαῦρα καὶ ἄσπρα ᾿ς τὸ λαιμὸ καὶ ’ς τὴν κοιλιˬά Χ. Χρηστοβασ. Διαγων., 35 Τὰ τρία μας σκυλλιˬά, ὁ Μούργκας, ὁ Γκεσούλης κιˬ ὁ Τραχήλης Χ. Χρηστοβασ Διηγ., στάνης, 40. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκεσούλης Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/