γουρουναναθρεμμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουναναθρεμμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουρουναναθρεμμένος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.) γουρ᾽ναναθρεμμένος Πέλοπν. (Καλάβρυτ.) γουρ᾽νουανιθριμμένος Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. γουρουναναθρέφω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνατραφεὶς ὥσπερ ὁ χοῖρος, ὁ ἀνοίγωγος, ὁ ἀγροῖκος ἔνθ᾽ ἀν.: Τί παιδία γουρουναναθρεμμένα ποὺ εἶνιˬαι! Πελοπν. (Μάν.) Συνών. γουρουνάνθρωπος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA