γουρουνάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρουνάνθρωπος ὁ, πολλαχ. γουρουνάθρουπους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γουρουνάντρωπος Πελοπν. (Γαργαλ.) γουρουνάdρωπος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γουρ᾽νάθρωπος Πέλοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Μαργέλ. κ.ἀ.) γουρ᾽νάντρωπος Πέλοπν. (Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
1) Ὁ παχύσαρκος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γουρουναλοιφὴ 2. 2) Ὁ ἀγροῖκος, ὁ ἄξεστος ἄνθρωπος ἔνθ᾽ ἀν.: Κέτο͜ιος γουρ᾽νάθρωπος πού ᾽σαι, κέτο͜ια καρτεράου ἀπὸ σένανε Πέλοπν. (Γαργαλ.) Παdρεύτηκε καὶ δὲ bερνᾷ καλά, ἐπῆρε ἕνα γουρουνάdρωπο Πελοπν. (Κίτ.) Συνών. γάιδαρος Β3, γαιˬδούρακας, γαιˬδουραναθρεμμένος, γαιˬδουράνθρωπος, γαιˬδουραρᾶς, γαιˬδουρᾶς, γαιˬδουράτσος 2, γαιˬδούρι 5, γομαράνθρωπος, γομαρομαθημένος (εὶς λ. γομαρομαθαίνω), γουρουνάλειμμα 2, γουρουναναθρεμμένος, γουρουνᾶς, γουρουνοθρεμμένος, γουρουνομαθημένος, γουρουνόμουτρο 2, γουρουνομούτσουνος 2, γουρουνομύτης 2, γουρουνοπαιδεμένος, γουρουνοτόμαρο 2β, γουρουνόπετσα 2, γουρουνοπέτσι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA