γουρούναρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρούναρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουρούναρος ὁ, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Ἦλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Ν. Ἐστ. 22 (1937), 118.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς μεγεθ. καταλ. -αρος.

Σημασιολογία

Ὁ μεγάλος χοῖρος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Σ τὶς γουρ᾽νοσφαξὲς θὰ σφάξω ἕνα γουρούναρο, ποὺ θὰ περάσῃ τὶς ἑκατονείκοσι ὀκᾶδες Πελοπν. (Γαργαλ.) Μωρέ, φτοῦνος ὁ γουρούναρος εἶναι ὅ,τι πρέπει τώρα γιˬὰ παστωτὸς Πελοπν. (Βερεστ.) Νά ᾽βλεπες, μωρὲ Λένη, ἕνας γουρούναρος ἴσα μὲ ᾽κεῖ - πάνω Ν. Ἑστ. 22 (1937), 118. Συνών. γούρουνος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/