ἀπανωβράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωβράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωβράκι τό, Θρᾴκ. – Λεξ. Κομ. Μπριγκ. ἀπανωβράτσι Σκῦρ. ἀπανουβρά’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ’πανωβράκι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. ’πανωβράτσι Σκῦρ. ᾿πανουβρά᾿ Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ’μπενοβράκι Πελοπν. (Ὀλυμπ.) ’bενοβράκι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. βρακί.
Σημασιολογία
1) Μαλλίνη ἐξωτερικὴ περισκελὶς Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) –Λεξ. Κομ. 2) Ἐσωτερικὴ περισκελὶς Κρήτ. Συνών. σώβρακο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA