ἀπανωγόμαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωγόμαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωγόμαρο τό, πολλαχ. ’πανωγόμαρο Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. γομάρι.
Σημασιολογία
Πρόσθετον φορτίον ζῴου ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ σάγματος μεταξὺ τῶν ἐκατέρωθεν βαρῶν ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἦρτε καὶ ’φτὸς ’πανωγόμαρο (ἐπὶ ἀνθρώπου διὰ τῆς παρουσίας του ἐπιβαρύνοντος ἡμᾶς ἐν μέσῳ πολλῶν ἀσχολιῶν) Ρόδ. Συνών. ἀντίφορτο 2, ἀντιφόρτωμα, ἀπανωγόμι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA