βασκαντηρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασκαντηρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βασκαντηρίζω Εὔβ. (Πλατανιστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βασκαντῆρα.
Σημασιολογία
Ἀπεύχομαι ὑπέρ τινος βασκανίαν λέγων «νὰ μὴ βασκαθῆ!»: Βασκαντηρίζει τὸ παιδὶ νὰ μὴ βασκαθῇ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA