γουρούνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρούνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρούνι τό, κοιν. γουρούνι Χίος (Βολισσ. Πισπιλ.) γουρούνι Ἤπ. (Μαργαρ.) γουρού᾽ν Ἀλόνν. Α. Ρουμελ. (Βοδεν. Φιλιππούπ.) Ἄνδρ Βιθυν. (Πιστικοχ.) Δαρδαν. Ἤπ. (Ἀρτοπ. Δρόβιαν. Κωνστάν. Μαργαρ. Μέγα Περιστ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Σταυρ.) Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ. Μάδυτ. Πύργ. Σαρεκκλ. Σκόπ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Ἀλιστρ. Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Γαλατ. Δαμασκ. Ἐλευθερ. Ἐράτυρ. Θεσσαλον. Καστορ. Κοζ. Μεσορ. Μυρτόφυτ. Πρέσπ. Χαλκιδ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Δεσφ. Λεβάδ. Παρνασσ. Σπάρτ.) ἀγουροὺ Μακεδ. (Σταυρ.) γ᾽ρού᾽ κοιν. βορ. ἰδιωμ. γου᾽ού᾽ Σαμοθρ. βουρούνι Κάρπ. Κάσ. β᾽ρου᾽ Θρᾴκ. (Κομοτ.) κουρούν᾽ Καππ. (Φλογ.) γκουρούν᾽ Καππ. (Φλογ.) ᾽ουρούνι Κεφαλλ. (Δειλινᾶτ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γορού᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. γ᾽ρούνι Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ.) Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν. Κάμπος Λακων. Καρβελ. Κρήν. Λεῦκτρ. Μάν. Μαντίν. Οἴτυλ. Πλάτσ. κ.ἀ.) Χίος γ᾽ρούνι Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Ξεχώρ. Σαηδόν.) κ᾽ρούνι Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν.) g᾽ρού-ι Ἀπουλ. (Καστριν. Ὀτράντ.) Γεν. γουρ᾽νιˬοῦ Ἀγαθον. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Πελοπν. (Βερεστ. Κοντογόν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γουρούνι(ν), ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γουρούνα ‹ γουρώνα ‹ γρώνα, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γουρούνα, πιστούμενον ἐκ τοῦ Βυζαντ. ὡσαύτως τύπ. γουρώνιν. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπετ. Φιλοσοφ. Σχολ. Θεσσαλον. 1 (1927), 17.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς χοῖρος, ὁ γαλαθηνὸς Ἀμοργ. Ἀστυπ. Θήρ. Ἴος Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πάτμ. Σχινοῦσ.: Δέκα ᾽ουρούνιˬα κάνει σὲ κάθε ᾽έννα ἡ σκρόφα τούτη κ᾽ εἶναι καὶ πρώτης τάξεως ᾽ουρούνιˬα Ἀπύρανθ. Ἑφτὰ γουρούνιˬα ᾽καμε ἡ λούτα μᾳς (λούτα = γουρούνα). Σητ. Συνών εἰς λ. γουρουνάκι 1. 2) Ὁ χοῖρος κοιν. καὶ Ἀπουλ.: Ἀγοράσαμε ἕνα γουρούνι, γιˬατὶ ὀφέτου ἔχομε πολλὰ φραγόσουκα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔφτε͜ιαξα τσ᾽ ὀφέτος ὅλο τὸ γ᾽ρούι μου παστρουμᾶ Πελοπν. (Ξεχώρ.) Σήκω ἀπάνω, μὴ τζ᾽ουλε͜ιέσαι σὰ dὸ γ᾽ρούι αὐτόθ. Σήμερα δὲν τοῦ ᾽δωκες φαῒ τοῦ γουρ᾽νιˬοῦ Πελοπν. (Κοντογόν.) Τοῦ ᾽καψε τ᾽ ἀστροπελέκι τὸ γουρούνι καὶ τὴ γίδα Πελοπν. (Λάγ.) Ὅταν τὰ γουρούνιˬα ἔρχουdαι τρογύρω, θά ᾽χουμε ἀλλαγὴ καιροῦ Πελοπν. (Λάμπ.) Νὰ γιˬομίσουμε τ᾽ ἄdερα τοῦ γουρουνιˬοῦ καὶ νὰ κάνουμε ὀματιˬὰ Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἂδ δὲ bάρῃς ξενικὸ gαρπό, δὲ dὸ θρέφεις τὸ γουρούνι Σέριφ. Πά᾽αινε πίτερα τοῦ ᾽ουρουνιˬοῦ, ᾽ιˬατὶ πεινᾷ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σὰ θρεφτὸ γουρού᾽ γί᾽τε Στερελλ. (Δεσφ.) Τὸ γουρούνι μουνγρίζει Σχινοῦσ. Τὸ γ᾽ρούι κουΐζει Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τὸ γ᾽ρούι γ᾽ρουίζει Πελοπν. (Οἴτυλ.) Γκουρλίζει τὸ γουρούνι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἅμα γκουρλίζ᾽ι τὰ γ᾽ρούνιˬα, θ᾽ ἀλλάξ᾽ οῦ κιρὸς Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ὁ καροῦτζος τοῦ γουρ᾽νιˬοῦ εἶναι νόστιμος (καροῦτζος = ὁ λάρυγξ, ἡ τραχεῖα) Πελοπν. (Βερεστ.) Ὅταν παίρ᾽ν κὶ φέρν᾽ν τὰ γ᾽ρούνιˬα τάκνα, θὰ πιˬάσ᾽ κιρὸς (θὰ κάμῃ κακοκαιρίαν) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Παραμουνὴ τὰ Χριστούγιννα κάθι νοικουκύρ᾽ς σφάζ᾽ τοὺ γ᾽ρού᾽ τοὺ θ᾽κὸ τ᾽ Μακεδ. (Βαρβάρ.) Καρβουνὸ γουρούνι (λευκόφαιον) Πελοπν. (Βερεστ.) Γουρούνι λαδάρικο (πλῆρες λίπους ἕνεκα τοῦ εἴδους τροφῆς) Ζάκ. Γ᾽ρούνιˬα ζοῦν ἰδῶ, γιˬὰ ἀθρῶπ᾽; Λέσβ. || Φρ. Γουρούνι! Εἶναι γουρούνι! (ὕβρις πρὸς ἀκάθαρτον ἢ ἀγροῖκον) κοιν. Ὅταν μεθύσῃ, γίνεται γουρούνι (φέρεται ἀπρεπῶς) πολλαχ. Τρώει σὰ γουρούνι (ἐπὶ λαιμάργου) πολλαχ. Ἔγινε γουρούνι (ἐπὶ παχυσάρκου) πολλάχ. Εἶναι νὰ φυλάῃ γουρούνιˬα (ἐπὶ ἀγροίκου ἢ ἀνικάνου διὰ σοβαρὰν ἐργασίαν) πολλαχ. Εἶναι γουρούνι τῆς λάσπης (ἐπὶ ρυπαροῦ) Μέγαρ. Σὰν τ᾽ παππᾶ τοῦ γ᾽ρού᾽ (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Κυλε͜ιέται σὰν τὸ γουρούνι (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ζῇ σὰ γ᾽ρού᾽ (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Λεβάδ.) Εἶι γ᾽ρού᾽ τσὶ μ᾽σὸ (ἐπὶ ἀγροίκου, ἀναιδοῦς) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Γινήκαμε ἴσοι μὲ τὰ γουρούνιˬα (ἐγίναμεν ἀγενεῖς) Κεφαλλ. Εἶναι σὰ μυλωνίτικο γουρούνι (εἶναι πολὺ παχὺς) Πελοπν. (Σουδεν.) Τὸ φύλαγε γουρούνι μέσα του (ἐπὶ μνησικάκου) Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) Τό ᾽χει μέσα του γουρούνι (μνησικακεῖ) Κεφαλλ. Τοῦ bῆκε γουρούνι (ἔχει πεῖσμα) Πελοπν. (Πάτρ.) Τοῦ ᾽κατσε γουρούνι (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Αὐτὸς σκάει γουρούνι (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. φρ. Αὐτὸς σκάει γάιδαρο. Κατεβάζ᾽ γουρούνιˬα (ἐπί τοῦ θορυβωδῶς ρέγχοντος) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σκαρίζου τὰ γ᾽ρούνιˬα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Τριχων.) Τρώει γουρούνι (ἐπὶ τοῦ σφόδρα ὀργισθέντος) Πελοπν. Γουρούνιˬοῦ μύτη εἶναι (ἐπὶ τῶν πολὺ κακῶν ἀνθρώπων) Πελοπν. (Γορτυν.) Πάγ᾽ τοὺ γ᾽ροὺν ᾽ς᾽ τοῦ λάκκου (τοῦ ἔφυγε ὁ θυμὸς) Θάσ. || Παροιμ φρ. ᾽Σ τοὺ γουρού᾽ κουδού᾽ (ἐπὶ τῶν παρ᾽ ἀξίαν φερόντων τι) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Χίλιˬα γ᾽ρούνιˬα ᾽ς τοῦ βιλάν᾽ (ἐπὶ τῶν ἀμερίμνων καὶ ἀδιαφορίαν δεικνυόντων διά τι) Στερελλ. (Τριχων.) Σώνουdαι οἱ μέρες μας σὰ dοῦ γουρ᾽νιˬῶνε (ἐπὶ ἐπικειμένου κακοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν προαισθανόμεθα) Πελοπν. (Βερεστ.) Κάνου τ᾽ γ᾽ρουνιˬοῦ τὸ νοῦ (δυστροπῶ) Λέσβ. Εἶναι σὰ dὰ γουνούνιˬα ποὺ τρῶνε σὲ μιˬὰ γούρνα (ἐπὶ τῶν ἐριζόντων ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐχόντων ἀγαθὰς σχέσεις μεταξύ των) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Τὸ γουρούνι ᾽ς τὴ λάσπη θρέφεται (ὁ φαῦλος τὴν ἀχρειότητα καὶ τὴν ἀσωτείαν ἀγαπᾶ) Πελοπν. (Ἄργ.) Παστρικὸ γουρούνι δὲ θρέφεται (ἐπὶ τοῦ μὴ ἐκλεκτικοῦ εἰς τὴν διατροφὴν του) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοὺν ἔρριξ᾽ κάτ᾽ σὰ γ᾽ρού᾽ (ἐπὶ βιαίου κτυπὴματος· διότι ἄλλοτε ἔρριπτον πρῶτον διὰ κτυπὴματος κάτω τοὺς χοίρους καὶ ἔπειτα ἔσφαζον αὐτοὺς) Στερελλ. (Αἰτωλ) Θὰ πῇ τὸ γουρούνι μπάρμπα (ἐπὶ τῶν ἕνεκα φόβου λεγόντων ἀσυνάρτητα) Χίος (Βροντ.) || Παροιμ. Ἡ γριˬὰ δὲν εἶχε διˬάβολο κιˬ ἀγόρασε γουρούνι (ἐπὶ τῶν ἀφ᾽ ἑαυτῶν είς φροντίδας καὶ ἀσχολίας ἀναμειγνυομένων) Ζάκ. Ἡ παροιμ. εἶναι Βυζαντινὴ· ἤδη εἰς Ι. Τζέτζην, Χιλ 12, κεφ. 418 «ἄλλος μὴ ἔχων δαίμονα ἠγόρασε γουρούνιν». Ἡ παροιμ. είς παραλλαγ. πολλαχ. Τὸ γουρούνι κιˬ ἂν τὸ λούσῃς, | ἀλισσίβα θὰ χαλάσῃς (ἐπὶ τῶν ματαίως ἀγωνιζομένων νὰ μεταβάλωσι τοὺς φύσει πονηροὺς καὶ κακοὺς) Πελοπν. (Περιθώρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τοῦ γουρούνιˬοῦ τὴ μύτη καί τ᾽ ἀφτιˬά νὰ κόψῃς, πάλι γκούτς θὰ κάνῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἄργ.) Τὸ γουρούνι πρόβατο δὲ γίνεται. καὶ νὰ γίνῃ, μὲ τὴ μύτη σκάβει (φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Τὸ γουρούνι τὸ σπρώχνεις ᾽ς τὴ στέγνη κ᾽ ἐκεῖνο πάει ᾽ς τὴ λάσπη (εἶναι δυσκολώτατον νὰ ἀπομακρύνη τις τὸν φαῦλον ἐκ τῶν συνηθειῶν του) Πελοπν. (Ἀράχ.) Δίνουν τοῦ γουρουνιˬοῦ μαχτὸ | καὶ κεῖνο πάει ᾽ς τὸ σκατὸ (μαχτὸ = ἀλεύρι μὲ νερὸ ἀνακατωμένα· ἐπὶ ἀγροίκων καὶ ταπεινῶν εὐνοουμένων ὑπὸ τῆς τύχης, ἀλλὰ μὴ δυναμένων νὰ ἀποβάλουν τὰς παλαιὰς συνηθείας) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γουρούνι ᾽ς τὸ σακκί, | φτύσ᾽ το, νὰ μὴ βασκαθῇ (ἐπὶ ἐκφράσεως ἐπαινετικῆς γνώμης διὰ πράγματα ἄγνωστα) Πελοπν. (Βραχν.) Ἡ παροιμ. είς παραλλαγ. πολλαχ. Ἀdρα μ᾽, γ᾽ρού μ᾽, γάιδαρε, καὶ πο͜ιὸ νὰ κλάψω πρῶτα; (ἐπὶ ἐξομοιούντων πράγματα μεγίστης ἀξίας πρὸς μηδαμινὰ) Θρᾴκ. Αὐδήμ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Οὕλα τὰ γ᾽ ρούνιˬα νιˬὰ μύτ᾽ ἔχ᾽ι (οἱ φαῦλοι δὲν διαφέρουν μεταξύ των) Θεσσ. (Δομοκ.) Ἡ παροιμ. εὶς παραλλαγ. κ.ἀ. Τοὺ κ᾽τσὸ τοὺ γ᾽ρού᾽ τρώει τοὺ γούρ᾽μ᾽ ἀπίδ᾽ (ἐπὶ τῶν ἀναξίων καρπουμένων τὰ ὀφέλη) Στερελλ. (Σπάρτ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Μὶ τὰ πίτυ᾽α ἀνακατέβισ᾽, τὰ γου᾽ούνιˬα ᾽άα σὲ φᾶν (᾽άα = θά· ἡ μετὰ κακῶν συναναστροφὴ ζημιοῖ ἠθικῶς τὸν ἀναστρεφόμενον) Σαμοθρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλ. λαγ. κ.ἀ. Θὰ γιλάσ᾽ κὶ τοὺ κ᾽τσὸ τοὺ γ᾽ρού᾽ (ἐπὶ ἀποκαλύψεως σκανδάλου ἢ καὶ ἐπὶ ἀνακοινώσεως ἀστείου) Στερελλ. (Κολάκ.) Συνών. παροιμ. Θὰ γελάσῃ τὸ παρδαλὸ κατσίκι. Γουρούνι σοῦ ἐτάξανε; Πᾶρε σκοινὶ καὶ τραύα (ἀνάγκη νὰ ἐπωφελεῖταί τις τῶν παρουσιαζομένων εὐκαιριῶν) Πελοπν. (Ξηροκ.) || Γνωμ. Ἀπὸ σειρία γ᾽ρούι ἀγόραζε κιˬ ἀπὸ γενιˬὰ γυναῖκα (ἐπὶ τῆς σημασίας τὴς κληρονομικότητος) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἀπὸ τὸ παιδὶ κιˬ ἀπὸ τὸ γουρούνι δὲν χάνεις τὸ φαητὸ Κρήτ. (Μόδ.) Ἀρνί, κατσίκι τρίμερο, | γουρούνι δωδεκάημερο, μουσκάρι σαραdάημερο, | καὶ πάλι κρῖμα νά ᾽ναι (τὸ ἀρνὶ καὶ τὸ κατσίκι μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ σφάξῃ διὰ νὰ τὰ φάγῃ, ὅταν εἶναι τριῶν ἡμερῶν, τὸ γουρούνι δώδεκα καὶ τὸ μοσχάρι σαράντα ἡμερῶν, ἀλλὰ θὰ εἶναι κρῖμα, διότι ἀργότερα πιὸ μεγάλα θὰ ἔχουν περισσότερον κρέας) Πελοπν. (Ξηροκ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Βόιδι σπαθᾶτο ἀγόραζε τσαἰ γάιδαρο καbούρη, γυναῖκα κοdοκάπουλη τσαὶ γ᾽ρούνι μακρομούρι (τᾶ. προτερήματα τὥν βοδιῶν, ὄνων, χοίρων καὶ γυναικῶν) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἡ κόττα θέλει πίτουρα καὶ τὸ γουρούνι λάσπη (ἐπὶ τοῦ προσιδιάζοντος ἑκάστῳ) Κεφαλλ. || Αἰνίγμ. Μαῦρα κιˬ ἄσπρα τὰ γουρούνιˬα | εἰς τὴν μαρμαρένιˬα γούρνα (τὰ σταφύλια) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἕνα γουρούνι εἴχαμε, | κατσιbλιρὴ τὸ λέγαμε, ἀπ᾽ τὴν ὀρὰ τὸ δέναμε, | νὰ μὴ dὁ πάρ᾽ ὁ ποταμός, νὰ μὴ d᾽ άλέσ᾽ ὁ μύλος, | νὰ μὴ dὸ κάμῃ πίτερα, νὰ μὴ dὸ φάῃ ὁ χοῖρος (ἡ βελόνα) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) || ᾌσμ. Ἄλεσε, μύλο, ἄλεσε τῆς κούρβας τὀ κορμάκι, τ᾽ ἀλεύρι τρῶνε τὰ σκυλλιˬὰ καὶ τὴν πασπά᾽ τὰ γ᾽ρούνιˬα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Πῆγα τσαὶ ᾽ς τὸ Κληματάρι, | πίσσαν ἦταν τσαὶ σκοτάδι, ἔφτακα τσαὶ ᾽ς τὸ Κουρούνι, | μαγερεύγαν οὕλ-λοι γ᾽ρούνι Εὔβ. (Κουρ.) Ἤθελα νά ᾽σουνα πηλὰ καὶ ᾽γὼ νά ᾽μαι γουρούνι, νὰ πάω μέσα νὰ χωστῶ ἴσαμε τὀ πιγούνι Κρήτ. (Ἀνατολ.) Σένα σοῦ πρέπει, μάτιˬα μου, καρέκλα καὶ μπαστούνι, νὰ κάθεσαι ᾽ς τὴν πόρτα μου, νά διˬώχνῃς τὸ γουρούνι Κύθηρ. Ἅι-Βασίλης ἔρκιτι ἀποὺ τὴν Κισαρεία, φέρνει γουρούνιˬα δώδικα, κατσίκιˬα δικατρία Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Καὶ σοῦ δίναν γιˬὰ προικιˬὰ | ἕνα κόσκινο κουκκιˬά, τὸ γουρούνι τὸ ζωνὸ | καὶ τ᾽ ἀρνὶ τὁ παχουλὸ (ζωνὸ = τὸ ἔχουν ἕγχρωμον λωρίδα ἐπὶ τοῦ δέρματος· βαυκάλ.) Πελοπν. (Ἦλ.) || Ποίημ. Τί γελᾷς ἐσύ, γουρούνι; | Σοῦ μετράω μὲ τὸ μπαστούνι ὅσες σέρνει ὁ Κουτσοφλέβαρος Δ. Σαλωμ, σ. 330. 3) Ὁ ἀγριόχοιρος Ἤπ. (Δίβρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀρέθουσ. Σταν. Σταυρ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. κ.ἀ.: Τοὺ bρουσού᾽ εῖι σὰν ἀγουρού᾽ (bρουσούκι = ἀσβὸς) Σταυρ. Θά ᾽ναι κἄνα γ᾽ρού᾽ κὶ θὰ μᾶς σκίσ᾽ Δίβρ. Ὅταν πάινάμι ᾽ς τοὺ κυνή᾽, βαρίναμι ἕνα γ᾽ρού᾽, δγυˬὸ Σταν. 4) Τὸ ζῷον Γλομερὶς τῆς οἰκογ. τῶν Μυριαπόδων (Millepedi) Σαμοθρ. Συνών. γουρουνάκι 2, γουρουνίδα 1, γουρουνίτσα 2, γουρουνομπούμπαρο, γουτζέλι, μαμμουριίδα, προβατῖνα 5) Ὁ ἰχθὺς Ὀξύνωτος ἡ κεντρίνη (Oxynotus centrina) τῆς οἰκογ. τῶν Ὀξυνωτιδῶν (Oxynotidae) Κέφαλλ. Συνών. ἀχινόγαττος, γουρούνι 5, γουρουνόψαρο, κεντρόνι. 6) Ἡ χοιράδωσις, ὁ ἐξογκωθεὶς καὶ σκληρυνθεὶς ἀδὴν τοῦ λαιμοῦ Κρήτ. (Μεραμβ.) Γουρούνιˬα ᾽χει ᾽ς τὸ λαιμό dου ὁ κακόμοιρος. Θηλυκά ᾽ναι τὰ γουρούνιˬα dου καὶ δὲ γιˬαίνουν. Συνών. γουρουνάκι 7, χελωνάνι. 7) Τὸ ὄπισθεν σαρκῶδες τμῆμα τῆς κνήμης Χίος (Πισπιλ.): Ἤπ-πεσεν ἀπάνω ᾽ς τὴφ φωτγιˬὰν τζ᾽ ἐκάην τζ᾽ ἐκκόλλεσεν τὸ γουρούνι τοῦ πο᾽αριˬοῦ της μὲ τὸ μερίν της. Συνών. γουρουνάκι 8. 8) Ἡ ράχις τοῦ πέλματος τοῦ ποδός, ὁ ταρσὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Τὸ γουρούνι τοῦ ποιδιˬοῦ (Ἡ φρ. καὶ ἐκ χειρογρ. τοῦ 18ου αἱ. ἐκ Μάνης). 9) Σιδηροῦν ὑπόβαθρον τριγωνικοῦ πρίσματος, φέροντος ἐντομάς, καταλλήλου εἰς τὴν ὑελουργίαν Σῦρ. (Ἐρμούπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τὐπ. Γούρού᾽ Θεσσ. (Μαγνησ) Γου᾽ούνιˬα Σαμοθρ. G᾽ρού᾽ Μακεδ. (Μεσολακκ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουρούνι Φοῦρν. Γουρού᾽ς Στερελλ. (Ἀράχ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA