βασμίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασμίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασμίδι τό, Εὔβ. (Πλατανιστ.) βασμίδ’ Εὔβ. (Στρόπον.) Λέσβ. Σκῦρ βατζμίδ’ Θρᾴκ. (Μαρών.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βασμίδιν, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. Βασμίς παρὰ τὸ ἀρχ. βαθμίς.
Σημασιολογία
1) Βαθμὶς κλίμακος Θρᾴκ. (Μαρών.) Σκῦρ.: Ἡ ἀσκάλα μας ἔναι πολὺ ψ’λὴ τσαὶ βαρένομαι ν’ ἀνεβαίνου τόσα δὰ βασμίδια Σκῦρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ δυστυχ.καὶ εὑτυχ. στ. 278 (ἔκδ. SLambros σ. 301) «βασμίδιν γὰρ ἐπάτησας, λέγω τῆς εὐτυχίας. Συνών. σκαλοπάτι. β) Ἐσωτερικὸν διαχώρισμα μεγάλου κιβωτίου Λέσβ. 2) Πρᾶγμα πολὺ βαρύ, οἷον ὀγκόλιθος κττ. (ἡ σημασιολογικὴ μεταφορὰ ἐκ τῶν μεγάλων λίθων τῶν χρησιμοποιουμένων εἰς τὴν κατασκευὴν τῶν βαθμίδων κλίμακος) Εὔβ. (Πλατανιστ. Στρόπον.): Αὐτὸ τὸ ξύλο δὲ σηκώνεται Εἶναι βασμίδι Πλατανιστ. 3) Μετων ἄνθρωπος ὀγκώδης, παχύσαρκος Εὔβ. (Στρόπον.): Νὰ σὶ πατήσ’ αὐτὸ τοὺ βασμίδ’, θὰ σοῦ τοὺ λε͜ιώσ’ τοὺ πουδάρ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA