βασμονὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασμονὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βασμονὴ ἡ, Πόντ. (Σινώπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βάζω (Ι).

Σημασιολογία

Ἤχος ὁμοιάζων μὲ τὸν βόμβον τῶν μελισσῶν καὶ γενικώτερον βοή, θόρυβος. Συνών. βαζούρα 1, βασμός 1, βασμούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/