γκιˬουζέλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουζέλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκιˬουζέλης ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀργολ.) gιˬουζέλης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κουζέλης Καππ. (Φάρασ.) κιζέλης Πόντ. (Λιβερ.) Θηλ. gιουζέα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gιˬουζλέα Σκόπ. Οὐδ. gιˬουζέλικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄκλ. γκιˬουζέλ Ἤπ. (Πάργ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Γαλατ.) gιˬουζὲλ Λέσβ. gιˬοζὲλ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. güzel=ὡραῖος.

Σημασιολογία

1) Ὡραῖος Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Φάρασ.) Λέσβ.: ᾊσμ. Ἰσὺ ’σι τοὺ gιˬουζὲλ πουλλὶ κ’ ἰγὼ τοὺ ἀηδουνάκι Λέσβ. Νὰ σὲ σκοτώσω θέλω ’γώ, gιˬοζὲλ Κατερινιˬὸ Αἶν. 2) Εὔθυμος καὶ ἐπιπόλαιος (ἀπό τινος φρενοβλαβοῦς εἰς τὸ χωρίον, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ ἑπών. Gιˬουζέλης) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἕνας gιˬουζέλης εἶναι, χωρατατζῆς, χορευτής, ἔξυπνος. Ἄν δὲν ἤσουν dώρα σὺ gιˬουζέλα, δὲ dὰ ’λεες καὶ δὲ δά ’κανες εὐτά. Μὰ τσῆ gιˬουζέλας εὐτεινῆς θὰ κάθεσαι νὰ συνορίζεσαι; Εἶdα gιˬουζέλικο παιδὶ εἶν’ αὑτό, σὰ ωὸ κάνει! Συνών. ξεμυˬαλισμένος. 3) Ὡς οὐσ., α) ὄν. βοὸς Πελοπν. (Ἀργολ.) Πόντ. (Λιβερ.) β) Ὄν. κυνὸς Σκόπ. Ἥ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκιˬουζέλης καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Βόλ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καβάλλ. Σέρρ.) Λέσβ. (Μυτιλήν.) Πελοπν. (Κυνουρ. Λακων Λεωνίδ. Μύλ.) Σῦρ. Τσακων. Γκιζέλης Ἀθῆν. Γκιζελῆς Εὔβ. (Ἀλιβέρ. Αὐλωνάρ.) καὶ ὡς παρωνὐμ. ὑπὸ τοὺς τὐπ. Gιουζέλης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκιˬουζέλας Θρᾴκ. (Κεσάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/