γκιˬουλιˬαγκὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουλιˬαγκὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιˬουλιˬαγκὶ τό, ἐνιαχ γκιˬουργιˬαῒ Κάσ. κιˬούλγιˬαγιν Πόντ. (Τραπ.) γκιˬούλαϊ Π. Γενναδ., Φυτολ Λεξ., 753-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκιˬουλ-λιˬάϊ Κύπρ. κιˬουλ-λιˬάιν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gülyagi=ροδέλαιον.

Σημασιολογία

1) Ροδέλαιον Κάσ.: ᾎσμ. Σαράνdα τάσιˬα γκιˬουργιˬαῒ κ’ ἕνα ἀόρι χιˬόνι κιˬ ὁ κόσμος νοὶ πλημμαζωχτῇ, ἡ ἀγάπη μας ’ὲ λ-λειˬώνει (ἀόρι=ὄρος). 2) Τὸ φυτὸν Πελαργόνιον τὸ εὐοσμότατον (Pelargonium odorissimum) τῆς οἰκογ. τῶν Γερανιιδῶν (Geraniaceae ἤ odorissimum) Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) Π. Γενναδ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀρbαρόρριζα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/