Γκιˬουλέκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γκιˬουλέκας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Γκιˬουλέκας ὁ Ἀθῆν Εὔβ. (Χαλκ.) Gιˬολέκας Ἤπ. (Ἰωάνν.) Gιˬολέgας Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἀπὸ τοῦ Ἀλβανοῦ ἥρωος Γκιˬόνη Λέκα, ὁ ὁποῖος ἐκίνησεν εἰς ἐπανάστασιν τοὺς Ἀλβανοὺς κατὰ τῶν Τούρκων τὸ 1844.

Σημασιολογία

1) ᾿Ατίθασος, ἀνυπότακτος ἔνθ’ ἀν.: Κάνει τὸ Γκιˬουλέκα (ἐπὶ τοῦ ἐπιδεικνύοντος ἀνύπαρκτον ἀνδρείαν) Ἀθῆν κ.ἀ. Ἐσηκώθη κ’ εὐτὸ τὸ χάπατο νὰ μοῦ κάνῃ τὸ Gιˬολέgα (χάπατο=ἐρείπιο, μεταφ. ὁ ἀσθενικὸς γέρων) Ἀπύρανθ. 2) Ὄν. κυνός διὰ τὴν ἀγριότητα Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τόπ. Γκιˬουλέκας Ἀθῆν. Θεσσ. (Καρδίτσ. Λάρ. Παλαμ. Τίρναβ Φάρσαλ.) Θρᾴκ. (Ἴασμ.) Μακεδ. (Ἀρν. Βέρ. Γρεβεν. Θεσσαλον. Καστορ. Κιλκ. Κοζ. Νεάπ. Πολύγυρ. Σιάτιστ. Στρατών. Φλόρ.) Πελοπν. (Κόρινθ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τὐπ. Gιˬολέgας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκιλέκας Εὔβ. (Στεν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/