ἀσπροσυννεφιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροσυννεφιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπροσυννεφιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀσπρουσ'ννιφιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος, τοῦ οὐσ. σύννεφο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ιˬά.
Σημασιολογία
Λευκὰ νέφη καλύπτοντα τὸν οὐρανὸν ἔνθ’ ἀν.: Εἶνι ἀσπροὺσ’ννιφιˬὰ ἀπόψι, θὰ κάμ’ κρύου Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA