βασταγάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταγάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βασταγάρις ὁ, ἀμάρτ. βασταγάρ’ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βασταγάρις.
Σημασιολογία
Ὁ μετακομίζων βάρη, ἀχθοφόρος. Συνών. βαστάζως, χαμάλης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA