βάσταγας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάσταγας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βάσταγας ὁ, Χίος ἀβάσταγας Ἤπ. βάσταχας Θεσσ. (Καλαμπάκ.) ἀβάσταγου τό, Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαστάζω, δι’ ὃ ἰδ. βαστῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀντηρίς, πρόχωμα κατωφεροῦς ἀγροῦ συγκρατοῦν τὸ χῶμα Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Χίος. Συνών. ἀντιβασταγός, βασταγός, βασταδιˬά, πεζούλλα. 2) Αὗλαξ χωρίζουσα ἀγροὺς Χίος. Συνών. ἀναβολὴ 2 γ. 3) Ἄκρον ἀγροῦ μὴ δυνάμενον νὰ ὀργωθῇ διὰ τοῦ ἀρότρου ἕνεκα τῆς δυσχωρίας, ἀλλὰ διὰ τῆς σκαπάνης Λέσβ. Συνών. ἀναβόλα 1, ἀναβολάδα, ἀναβολὴ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/