βασταγὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασταγὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βασταγὸς ὁ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Γανόχ. Μυριόφ. Περίστασ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Κίτ. Κόκκιν. Κορινθ. Λάγ. Λεβέτσ. Μάν Μεσσ.) κ.ἀ. βασταγὸ Τσακων. βασταὸς Κάρπ. Κάσ. Μεγίστ. Πελοπν. (Βασαρ. Κιτ. Κόκκιν. Κορινθ. Λάγ.) Μεγίστ. Ρόδ Σκῦρ. κ.ἀ. ἀβασταγὸς Κρήτ. ἀβασταὸς Ρόδ. βαστάος Ρόδ. Θηλ. βασταγῖνα Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βαστάζω. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,120.

Σημασιολογία

1) Ὄνος (ὡς βαστάζων φορτία) Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Κίτ. Κόκκιν. Κορινθ. Λάγ. Λεβέτσ. Μάν. Μεσσ.) Τσακων. κ.ἀ. Συνών. βασταγὸ 1. 2) Βαστάγι 1. ὃ ἰδ. Μεγίστ. 3) Ὁ σπερματίτης λῶρος, συνήθως κατὰ πληθ. Κρήτ. β) Πληθ., ὄρχεις Κρήτ. 4) Λεπτὸν σχοινίον, σπάγγος Τσακων. 5) Βασταγὸ 2, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Γανόχ. Μυριόφ. Περίστασ.) 6) Τοῖχος συγκρατῶν τὸ χῶμα κατωφεροῦς ἀγροῦ Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάσταγας 1. β) Πρόχωμα ἀγροῦ Ἤπ. γ) Τὸ κατωφερὲς μέρος ἀγροῦ Σκῦρ. 7) Ὅριον ἀγρῶν Ρόδ.: Φρ. Σύρω τὸν βαστάον (μετατοπίζω λαθραίως τὸν ὡς ὅριον χρησιμεύοντα λίθον πρὸς σφετερισμὸν μέρους τοῦ γειτονικοῦ ἀγροῦ). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαστάος καὶ ὡς τοπων. Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/