βασταδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βασταδιˬάζω Ρόδ. βασταδgιˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βασταδιˬά.
Σημασιολογία
Διαιρῶ τόπον τινὰ εἰς ἰσοπεδωμένα τμήματα διὰ τῆς κατασκευῆς ἀντηρίδων, ἐπὶ ἀγροῦ: Βασταδιˬάζω τὸ χωράφι. Βασταδιˬασμένο χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA