βαστάδιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαστάδιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαστάδιν τό, Κάρπ. βαστάδι Καρπ. Νίσυρ.-ΙΠολέμ. Ἐξωτ. 11.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βαστάζω.

Σημασιολογία

1) Βασταγαρεˬὰ 4, ὃ ἰδ., Κάρπ.-ΙΠολέμ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Χρυσῆ καντήλα κρέμεται ᾿ς τήν μέσην τοῦ σπιτιˬοῦ σου, χωρὶς βαστάδιν κρέμεται, χωρὶς φιτίλι ἀνάφτει. Κάρπ.-Ποίημ. Μέσ’ ’ς τὸ κελλὶ κιˬ ἀνάμεσα ᾿ς τὸ ἀθόρυβο σκοτάδι χρυσὸ καντήλι κρέμεται ἀπ’ ἀργυρὸ βαστάδι ΙΠολέμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Τεῖχος ἀγροῦ διαιρῶν αὐτὸν ἐσωτερικῶς εἰς τμήματα Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/