ἀπανωκάπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκάπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκάπουλο τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Σουδεν.) ἀπανωκάπ’λι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) ’πανωκάπουλο Ἄθ. Ἀθῆν. Ἤπ. (Κούρεντ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ. Οἰν.) Σαλαμ. ’πάνουκάπουλο Εὔβ. (Κονίστρ.) ’πανουκάπ’λου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’πανουκάπ’λ’ Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. καπούλι.

Σημασιολογία

1) Συνήθως κατὰ πληθ., σύστημα δερματίνων ἱμάντων διασταυρουμένων κατὰ τὰ καπούλια τοῦ ζῴου καὶ συνεχόντων ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν πιστιˬάν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ σάγμα ἐκ τῶν ὅπισθεν Ἄθ. Ἀθῆν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Οἰν. Ὀλυμπ. Σουδεν.) Σαλαμ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) 2) Ὕφασμα διῆκον ἀπὸ τοῦ σάγματος καὶ καλύπτον τὰ καπούλια τοῦ ζῴου Ἤπ. (Κούρεντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/