ἀσπρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρούδι τό, Αἴγιν. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ζάκ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κέως Κύπρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μάν. Μεσσ. Πύλ.) Ρόδ. Χίος (Βολισσ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Βλαστ. 280 ἀσπρούιν Κύπρ. ἀσπρούδ’ Θεσσ. Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Ἀσπρούδα 1, ὃ ἰδ., Αἴγιν. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ζάκ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κέως Κύπρ. Λέσβ. Μέγαρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Μάν. Μεσσ. Καλάβρυτ. Πύλ.) - Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. β) Οἶνος ἐκ λευκῶν σταφυλῶν Ἤπ. Κεφαλλ. 2) Εἶδος λευκῶν κουκουλίων Θεσσ. 3) Εἶδος λευκοῦ κοχλίου Χίος (Βολισσ.) Συνών. ἀσπροσάλιˬακας, ἀσπροσαλιˬάκι. 4) Ἐπιθετικ., τὸ ἔχον λευκὸν χρῶμα, ἐπὶ προσώπων, ζῴων ἢ πραγμάτων Κύπρ. Ρόδ. Ἀσπρούιν κατ-τὶν Κύπρ. Ἀβγὰ ἀσπρούδια Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ (Εὐρυταν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/