βασταμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βασταμὸς ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαστάζω, δι’ ὃ ἰδ. βαστῶ.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ἀνεχθῇ τι πολλαχ.: Δὲν ἔχουν βασταμοὺς οἱ ἁψάδες του ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Δὲν ἔχει βασταμοὺς ἡ πεῖνα αὑτόθ. Δὲν ἔχεις βασταμὸ Πελοπν. (Μάν.) 2) Ἀντοχή, ἰσχὺς Κεφαλλ. Ρόδ. κ.ἀ: Ἔφαε τόσο πολὺ κ’ ἔχει ἀκόμη βασταμὸ Κεφαλλ. 3) Περιορισμός, συγκράτημα πολλαχ.: Αὐτὸς ἅμ’ ἀρχινάει, δὲν ἔχει βασταμό. Μιλάει τόση ὥρα καὶ βασταμὸ δὲν ἔχει πολλαχ. || Φρ. Βασταμὸ τοῦ βασταμοῦ δὲν ἔχει (δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν συγκρατήσουν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πβ. βάσταμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA