ἀσπρουδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρουδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρουδίζω ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,140 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσπρούδι.

Σημασιολογία

Φαίνομαι ὑπόλευκος, ἀσπρίζω ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μέσ᾿ ᾿ς τὰ κλαριˬά του ἀνάμεσα ἀσπρούδιζε ἡ μορφή του. ΚΚρυστάλλ. ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀσπρουδιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/