βασταριˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταριˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βασταριˬάρις ἐπίθ. Σαλαμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαστάρω καὶ τῆς καταλ. –ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἰσχύν, ὁ ἀντέχων: Αὐτὸς εἴναι βασταριˬάρις, βάλ’ του βάρος. Αὐτὴ εἶναι βασταριˬάρα ’ς τὰ πόδιˬα. Βασταριˬάρικο καΐκι-μουλάρι κττ. 2) Ὁ διατηρούμενος ἐπὶ μακρὸν χρόνον: Σταφύλι βασταριˬάρικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA