βαστάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαστάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαστάρω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαστῶ κατὰ τὰ ἄλλα εἰς –άρω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκ Φορτουν. 142 «πῶς σὲ βαστάρει ἡ ψή σου;»
Σημασιολογία
Ὑπομένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA