βασταχτὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασταχτὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βασταχτὰ ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βασταχτός.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ προσεγγίσεως εἰς τὸ ἔδαφος, μετεώρως. ἀνυψωμένα πολλαχ.: Τὸν σήκωσαν τὀ μεθυσμένο καὶ τὸν πῆγαν βασταχτὰ ’ς τὸ σπίτι του. Συνών. ἀνάκουφα 2, ἀνακουφωτά, ἀνασηκωτά. 2) Ἄνευ διακοπῆς, συνεχῶς πολλαχ.: Τραγουδάει βασταχτά. Συνών. κρατητα, συγκρατητά. 3) Ἀσφαλῶς, στερεῶς Πελοπν. (Αἴγ.): Κράτει τὸ μπότι βασταχτὰ νὰ μὴ σοῦ πέσῃ. καὶ σπάσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/