βασταχτερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασταχτερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βασταχτερὸς ἐπίθ. Κεφαλλ. βαστακτερὸς Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βασταχτὸς καὶ τῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἀντέχων εἰς τὸ λύγισμα καὶ μὴ θραυόμενος Σίφν.: Εἶναι βαστακτερὴ βέργα ἡ ἀλυγαρεά (ἀντέχει χρησιμοποιουμένη. εἰς τὴν καλαθοπλεκτικήν). 2) Ὁ διατηρούμενος ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἰδίως ἐπὶ καρπῶν Κεφαλλ. 3) Ὁ μὴ ὡριμάζων ἐγκαίρως Κεφαλλ.: Βασταχτερὸ σταφύλι. Β) Μεταφ. 1) Ὑπομονητικὸς Κεφαλλ.: Βασταχτερὸς ἄνθρωπος. 2) Ἥμερος, πρᾷος Κεφαλλ.: Βασταχτερὸ μουλάρι. Πβ. βασταγερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/